μαρμάρεος: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαρμάρεος:''' (ᾰρ) [[μαρμαίρω]] блистающий, сверкающий ([[αἰγίς]], ἅλς Hom.; πύλαι Hes.; αὐγαί Arph.), по по друг. [[μάρμαρος]] II] мраморный ([[δόμος]] Anth.).
|elrutext='''μαρμάρεος:''' (ᾰρ) [[μαρμαίρω]] блистающий, сверкающий ([[αἰγίς]], ἅλς Hom.; πύλαι Hes.; αὐγαί Arph.), по по друг. [[μάρμαρος]] II] мраморный ([[δόμος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαρμάρεος]], [μᾰ]ος, η, ον [from [[μαρμαίρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[flashing]], [[sparkling]], glistening, [[gleaming]], of metals, Il., Hes.; also, ἃλς μαρμαρέη the [[many]]-[[twinkling]] sea, Il.<br /><b class="num">II.</b> of [[marble]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρεος Medium diacritics: μαρμάρεος Low diacritics: μαρμάρεος Capitals: ΜΑΡΜΑΡΕΟΣ
Transliteration A: marmáreos Transliteration B: marmareos Transliteration C: marmareos Beta Code: marma/reos

English (LSJ)

α, ον,

   A flashing, gleaming, esp. of metals, αἰγίς, ἄντυξ, Il.17.594, 18.480; πύλαι Hes.Th.811; ἅλα μαρμαρέην the twinkling sea, Il.14.273; αὐγαὶ μ. Ar.Nu.287 (lyr.); ἄστρα Orph.Fr.168.13.    II of marble, λίθος IG7.2544 (Thebes); στήλη ib.14.1603; δόμος AP6.123 (Anyt.), cf. PRyl.227.16 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον, (μαρμαίρω) ἀπαστράπτων, λάμπων, σπινθηροβολῶν, ἀκτινοβολῶν, ἰδίως ἐπὶ μετάλλων, αἰγίς, ἄντυξ Ἰλ. Ρ. 594., Σ. 480· πύλαι Ἡσ. Θ. 811· ὡσαύτως ἃλς μαρμαρέη, ἡ σπινθηροβολοῦσα θάλασσα, Ἰλ. Ξ. 273· αὐγαὶ μ. Ἀριστοφ. Νεφ. 287· ἄστρα Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 23. ΙΙ. ἐκ μαρμάρου, μαρμάρινος, λίθος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 502. 1· στήλη αὐτόθι 625· δόμος Ἀνθ. Π. 6. 123.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
brillant, rayonnant, resplendissant.
Étymologie: μαρμαίρω.

English (Autenrieth)

flashing, glittering. (Il.)

Greek Monolingual

(I)
μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, -α, -ον (Α)
ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. -εος (πρβλ. αργύρ-εος πορφύρ-εος)].
(II)
μαρμάρεος, αιολ. τ. μαρμάριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος («μαρμαρέα στήλη», Επιγρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. μαρμάριος μαρμαράριος.
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μαρμάριος
προσωνυμία του Απόλλωνος στη Δήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος (πρβλ. αργύρ-εος)].

Greek Monotonic

μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον,
I. αυτός που λάμπει, σπινθηροβολεί, απαστράπτει, ακτινοβολεί, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· επίσης, ἃλς μαρμαρέη, απαστράπτουσα θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μαρμάρινος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμάρεος: (ᾰρ) μαρμαίρω блистающий, сверкающий (αἰγίς, ἅλς Hom.; πύλαι Hes.; αὐγαί Arph.), по по друг. μάρμαρος II] мраморный (δόμος Anth.).

Middle Liddell

μαρμάρεος, [μᾰ]ος, η, ον [from μαρμαίρω
I. flashing, sparkling, glistening, gleaming, of metals, Il., Hes.; also, ἃλς μαρμαρέη the many-twinkling sea, Il.
II. of marble, Anth.