εἰκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἰκαῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> тщетный, напрасный, бесплодный ([[σχολή]] Soph.; δόξη Plut.; [[σοφία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> безрассудный, легкомысленный (εἰ. καὶ [[παράνομος]] Polyb.).
|elrutext='''εἰκαῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> тщетный, напрасный, бесплодный ([[σχολή]] Soph.; δόξη Plut.; [[σοφία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> безрассудный, легкомысленный (εἰ. καὶ [[παράνομος]] Polyb.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰκαῖος]], η, ον [[εἰκῆ]]<br />[[random]], [[purposeless]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαῖος Medium diacritics: εἰκαῖος Low diacritics: εικαίος Capitals: ΕΙΚΑΙΟΣ
Transliteration A: eikaîos Transliteration B: eikaios Transliteration C: eikaios Beta Code: ei)kai=os

English (LSJ)

α, ον, (εἰκῇ)

   A without aim or purpose,    1 of things, random, purposeless, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308; ὡς εἰκαῖον ὄν as being useless, Luc.JConf.6; εἰ. διήγημα J.BJProoem. 1. Adv. -ως, δοξάζειν cj. in Epicur.Ep.1p.30U., cf. Diotog. ap. Stob.4.1.96, D.L.2.128, Procl.in Cra.p.26 P.: Comp. -ότερον S.E. M.1.276: neut. pl. as Adv., Lyc.748.    2 of persons, rash, hasty, Plb.7.7.5, etc.; οἱ πολλοὶ καὶ εἰ. Cebes 12; τὸ εἰ. PRyl.235.12 (ii A. D.).    3 ordinary, casual, J.BJ2.10.2, Luc.Am.33; taken at random, ξύλα Iamb.Comm.Math.4; careless, σφίξις Heliod. ap. Orib. 50.9.10.

German (Pape)

[Seite 726] wer εἰκῇ, unüberlegt, aufs Gerathewohl handelt; Pol. neben θρασύς, 15, 25, 4; neben παράνομος, 7, 7, 5; εἰκαιότατοι καὶ χείριστοι 32, 21, 8; von Sachen, die planlos, von Ungefähr geschehen, σχολή Soph. frg. 288; σκύλματα κόμης Haec. 3 (V, 130); σοφίη Leon. Al. 3 (IX, 80); der erste beste, Luc.; vergeblich, Luc. Iup. conf. 6 u. a. Sp.; VLL. μωρόν, μάταιον. – Adv. εἰκαίως, D. L. 2, 128 u. A.; εἰκαῖα, Lycophr. 748.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαῖος: -α, -ον, ἄνευ σκοποῦ, μάταιος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, μάταιος, ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία χάρις Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχ. 6· εἰκ. διήγημα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, μάτην, εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, ματαιόφρων, κοῦφος, φαῦλος, Πολύβ. 77, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
le premier venu ; commun, vulgaire.
Étymologie: εἰκῇ.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): fem. -η Call.Fr.334, Nic.Th.394
I de pers.
1 descuidado, insensato, irreflexivo παρεισαγαγὼν ἐκ τῆς διακονίας ... τοὺς εἰκαιοτάτους καὶ θρασυτάτους Plb.15.25.24, op. ἀσκηταὶ σοφίας Ph.2.279
fig. ὄμμασιν εἰκαίοις ... ὁρᾷν ver con ojos desatentos Gr.Thaum.Eccl.M.10.989B
subst. τὸ εἰ. desidia, dejadez οὐ πρώτως σου τὸ εἰ. μανθάνομεν no es la primera vez que comprobamos tu desidia, PRyl.235.12 (II d.C.)
que no tiene fundamento, arbitrario, caprichoso τῷ ... τρόπῳ εἰκαῖον αὐτὸν γεγονέναι ... φατέον Plb.7.7.5, Μοίρης εἰκαῖα κριτήρια ISmyrna 541.13 (I d.C.).
2 vulgar οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι τῶν ἀνδρῶν Ceb.12, τρόπος op. ἐκλεκτός Ph.2.13.
II de cosas
1 corriente, ordinario, basto κριθή Call.l.c., γαίη Nic.l.c., ψάμμος I.BI 2.191, ξύλα Iambl.Comm.Math.4, τὴν εἰκαίαν πόαν ἐσιτοῦντο Luc.Am.33.
2 hecho con descuido σφίγξις Heliod. en Orib.50.9.10.
III de abstr.
1 inútil, absurdo τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308, θύειν καὶ εὔχεσθαι ... εἰκαῖον ὄν Luc.IConf.6
neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς παραμονῆς Didym.Gen.243.9.
2 fortuito, ocasional, al azar εἰκαῖα καὶ ἀσύμφωνα διηγήματα I.BI 1.1, ἡ φύσις ... οὐκ εἴκαιόν τι la naturaleza no es algo fortuito Longin.2.2, εἰ. τε καὶ ἀναίτιος κίνησις Gal.5.391
neutr. como adv. con ligereza, descuidadamente κἀκείνου εἰκαιοτέρον ἀποκρινομένου S.E.M.1.276, (βᾶρις) εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένη Lyc.748.
IV adv. -ως
1 de forma descuidada ἀμελέως τε καὶ εἰ. Diotog.76.10, cf. Vett.Val.240.22
al azar, arbitrariamente χειροτονεῖν Themist.Ep.9.2.
2 desconsideradamente τὸν ἀναφέροντά τι αὐτῷ εἰ. D.L.2.128, οὐ συγχωρεῖ αὐτῷ εἰ. Procl.in Cra.26.

Greek Monolingual

εἰκαῑος, -α, -ον (Α) εικῄ
1. μάταιος, άσκοπος
2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος
3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός
4. ασήμαντος.

Greek Monotonic

εἰκαῖος: -α, -ον (εἰκῇ), τυχαίος, χωρίς σκοπό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκαῖος:
1) тщетный, напрасный, бесплодный (σχολή Soph.; δόξη Plut.; σοφία Anth.);
2) безрассудный, легкомысленный (εἰ. καὶ παράνομος Polyb.).

Middle Liddell

εἰκαῖος, η, ον εἰκῆ
random, purposeless, Luc.