ἐπίθημα: Difference between revisions

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίθημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> крышка (φωριαμῶν ἐπιθήματα Hom.; χύτρας Anth.): χάλκεον ἐ. ἐπιθείς Her. накрыв (котел) медной крышкой;<br /><b class="num">2)</b> намогильный памятник (θάψαι καὶ ἐ. ἐπιθεῖναι Isae.);<br /><b class="num">3)</b> наконечник (λόγχαι ἐπιθήματα ἔχουσαι Diod.).
|elrutext='''ἐπίθημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> крышка (φωριαμῶν ἐπιθήματα Hom.; χύτρας Anth.): χάλκεον ἐ. ἐπιθείς Her. накрыв (котел) медной крышкой;<br /><b class="num">2)</b> намогильный памятник (θάψαι καὶ ἐ. ἐπιθεῖναι Isae.);<br /><b class="num">3)</b> наконечник (λόγχαι ἐπιθήματα ἔχουσαι Diod.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίθημα]], ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[something]] put on, a lid, [[cover]], Il., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[sepulchral]] [[figure]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίθημα Medium diacritics: ἐπίθημα Low diacritics: επίθημα Capitals: ΕΠΙΘΗΜΑ
Transliteration A: epíthēma Transliteration B: epithēma Transliteration C: epithima Beta Code: e)pi/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A something put on (cf. ἐπίθεμα): hence,    1. lid, cover, φωριαμῶν ἐπιθήματα lids of chests, Il.24.228, cf. Hippon.56, Hp. Morb.2.26, Hdt.1.48, Arist.Ath.68.3, IG22.1408; ἀσπίδα ἐ. τῷ φρέατι παράθες Ar.Fr.295; τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp.Com.1.13; slab, used as the top of a table, Ath.2.49a.    2. monument, sepulchral figure, Is.2.36, Paus.1.2.3.    3. head of a spear, D.S.5.30.    4. device on a shield, Paus.5.25.9.    5. Medic., application, Aret.CA 1.1, 2.2.

German (Pape)

[Seite 943] τό, = ἐπίθεμα, Deckel, φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔθαψα καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als ἐπίθεμα, vgl. Lob. Phryn. 249.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθημα: τὸ, πᾶν ὅ τι ἐπιτίθεται (πρβλ. ἐπίθεμα), ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2663· ἐντεῦθεν, 1) ἐπικάλυμμα, σκέπασμα, Τουρκ. «καπάκι», φωριαμῶν ἐπιθήματα, «κιβωτίων πώματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 228, πρβλ. Ἱππών. 47 (41). Ἡρόδ. 1. 48· ἀσπίδα ἐπ. τῷ φρέατι παράθες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. (ἴδε Δινδ. 2, σ. 505)· τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελὼν Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· τὸ ἐπίπεδον τῆς τραπέζης, ἡ ἐπιφάνεια αὐτῆς, τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων Ἀθην. 49Α. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου τιθέμενον μνημεῖονἄγαλμα, ἢ ἁπλῶς κάλυμμα, ἔθαψα… καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Ἰσαῖος 2. 36, Πλουτ. Νουμᾶς 22, Παυσ. 1. 2, 3., 43. 8., 2. 7, 2 κτλ. 3) ἡ αἰχμὴ δόρατος, ἐπιδορατίς, Διόδ. 5. 30. 4) ἐπίσημον, διακριτικὸν σημεῖον, ὅτου δὲ ὁ ἀλεκτρυών ἐστιν ἐπίθημα τῇ ἀσπίδι, κτλ., Παυσ. 5. 25, 9.- Πρβλ. σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. σ. 249.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
litt. ce qu’on pose sur :
1 couvercle;
2 statue, colonne funéraire, ornement sur un tombeau.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

English (Autenrieth)

(τίθημι): lid of a chest, pl., Il. 24.228†.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίθημα) επιτίθημι
νεοελλ.
(γλωσσολ.) παραγωγική κατάληξη λέξεων
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται πάνω σε κάτι, επομ. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι
2. επιφάνεια τραπεζιού
3. επιτάφιο μνημείο ή άγαλμα ή παράσταση
4. η αιχμή του δόρατος
5. το επίσημο της ασπίδας, δηλ. το διακριτικό σήμα στην εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας
6. ιατρ. επίθεση φαρμάκου.

Greek Monotonic

ἐπίθημα: -ατος, τό,
1. κάτι που τοποθετείται πάνω σε, καπάκι, σκέπασμα, επικάλυμμα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. μνημείο, άγαλμα τάφου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίθημα: ατος τό1) крышка (φωριαμῶν ἐπιθήματα Hom.; χύτρας Anth.): χάλκεον ἐ. ἐπιθείς Her. накрыв (котел) медной крышкой;
2) намогильный памятник (θάψαι καὶ ἐ. ἐπιθεῖναι Isae.);
3) наконечник (λόγχαι ἐπιθήματα ἔχουσαι Diod.).

Middle Liddell

ἐπίθημα, ατος, τό,
1. something put on, a lid, cover, Il., Hdt.
2. a sepulchral figure, Plut.