ἐπιπλάζομαι: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.). | |elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[πλάγξομαι]] aor1 ἐπεπλάγχθην<br />Pass.:— to [[wander]] [[about]] [[over]], πόντον ἐπιπλαγχθείς Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 9 January 2019
English (LSJ)
fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—
A wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.
English (Autenrieth)
aor. pass. part. -πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.
Greek Monolingual
ἐπιπλάζομαι (Α) πλάζομαι
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. ἐπιπλάζω
επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω.
Greek Monotonic
ἐπιπλάζομαι: μέλ. -πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπεπλάγχθην — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, πόντον ἐπιπλαγχθείς, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπλάζομαι: (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).
Middle Liddell
fut. -πλάγξομαι aor1 ἐπεπλάγχθην
Pass.:— to wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.