περαιτέρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(nl)
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> (ως τοπ. και χρον.) πιο [[μακριά]], [[πέρα]] από ένα [[σημείο]] τοπικό ή [[χρονικό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα [[περαιτέρω]]<br />όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα [[εφεξής]] («τα [[περαιτέρω]] θα τά μάθεις αργότερα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το μη [[περαιτέρω]]» — το έσχατο όριο, το απροχώρητο («η [[ανοχή]] του έφτασε στο μη [[περαιτέρω]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[περαιτέρω]] [τοῡ δέοντος] [[πεπραγμένα]]» — πράξεις που ξεπερνούν το [[πρέπον]] και το [[ορθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του επιρρ. [[πέρα]], σχηματισμένος από το επίθ. [[περαῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[παλαιός]]: [[παλαίτερος]])].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> (ως τοπ. και χρον.) πιο [[μακριά]], [[πέρα]] από ένα [[σημείο]] τοπικό ή [[χρονικό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα [[περαιτέρω]]<br />όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα [[εφεξής]] («τα [[περαιτέρω]] θα τά μάθεις αργότερα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το μη [[περαιτέρω]]» — το έσχατο όριο, το απροχώρητο («η [[ανοχή]] του έφτασε στο μη [[περαιτέρω]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[περαιτέρω]] [τοῡ δέοντος] [[πεπραγμένα]]» — πράξεις που ξεπερνούν το [[πρέπον]] και το [[ορθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του επιρρ. [[πέρα]], σχηματισμένος από το επίθ. [[περαῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[παλαιός]]: [[παλαίτερος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:30, 14 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv. au Cp.
1 plus loin ; fig. davantage : οὐδὲν ὅ τι ξυνέβη καὶ ἔτι περαιτέρω THC il arriva ce qui arrive d’ordinaire et même encore davantage ; avec un gén. au delà de;
2 abs. plus loin qu’il ne faut, trop loin.
Étymologie: περαῖος.

English (Thayer)

(πέραν) Ionic and epic περην, adv, from Homer down; the Sept. for עֵבֶר; beyond, on the other side;
a. τό πέραν, the region beyond, the opposite shore: Winer's Grammar, § 54,6): πέραν τῆς θαλάσσης, πέραν τοῦ Ιορδάνου, L T Tr WH); over, beyond) τό πέραν τῆς θαλάσσης, τοῦ Ιορδάνου, R G); τῆς λίμνης, τοῦ ποταμοῦ, Xenophon, an. 3,5, 2). (See Sophocles, Lexicon, under the word.)

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό
νεοελλ.
1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω
όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα»)
2. φρ. «το μη περαιτέρω» — το έσχατο όριο, το απροχώρητο («η ανοχή του έφτασε στο μη περαιτέρω»)
αρχ.
φρ. «περαιτέρω [τοῡ δέοντος] πεπραγμένα» — πράξεις που ξεπερνούν το πρέπον και το ορθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. πέρα, σχηματισμένος από το επίθ. περαῖος (πρβλ. παλαιός: παλαίτερος)].

Russian (Dvoretsky)

περαιτέρω: и περαίτερον adv.
1) дальше, более: ἓν οἶδα κοὐ π. Eur. я (это) одно знаю и не больше; π. τοῦ δέοντος Plat. дольше, чем нужно;
2) слишком, чрезмерно (π. πεπραγμένον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαιτέρω, [πέρα] adv., verder: overdr.:; ἕν οἶδα κοὐ περαιτέρω één ding weet ik en verder niets Eur. IT 247; δεινὰ πράγματ ’ ἐστὶ καὶ περαιτέρω het zijn verschrikkelijke dingen en nog erger Aristoph. Th. 705; met gen. comp.: περαιτέρω τοῦ μετρίου buiten proportie Xen. Mem. 3.13.5.