μεσολόβιος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(24) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br />θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται [[ανάμεσα]] τους (α. «[[μεσολόβιος]] [[πλευρίτιδα]]» β. «[[μεσολόβιος]] [[σχισμή]]» γ. «[[μεσολόβιος]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ., ως ουσ.) | |mltxt=-α, -ο<br />θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται [[ανάμεσα]] τους (α. «[[μεσολόβιος]] [[πλευρίτιδα]]» β. «[[μεσολόβιος]] [[σχισμή]]» γ. «[[μεσολόβιος]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ., ως ουσ.) το [[μεσολόβιο]]<br /><b>ανατ.</b> [[μεγάλος]] [[εγκάρσιος]] [[σύνδεσμος]] [[ανάμεσα]] στα εγκεφαλικά ημισφαίρια ο [[οποίος]] βρίσκεται στο [[βάθος]] της επιμήκους σχισμής του εγκεφάλου, καλύπτεται από την υπερμεσολόβιο έλικα [[κάθε]] ημισφαιρίου και εμφανίζει από [[πίσω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] το [[σπληνίο]], το [[στέλεχος]] ([[σώμα]]), το [[γόνυ]] και το [[ρύγχος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεσολοβίου [[σύνδρομο]]») <b>ιατρ.</b> [[σύνδρομο]] που οφείλεται σε [[θέση]] [[εκτός]] κυκλώματος του μεσολοβίου, λόγω διακοπής τών ινών που το απαρτίζουν, με [[συνέπεια]] την [[αποσύνδεση]] τών δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο
θηλ. και -ος
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται ανάμεσα τους (α. «μεσολόβιος πλευρίτιδα» β. «μεσολόβιος σχισμή» γ. «μεσολόβιος χώρος»)
2. (το ουδ., ως ουσ.) το μεσολόβιο
ανατ. μεγάλος εγκάρσιος σύνδεσμος ανάμεσα στα εγκεφαλικά ημισφαίρια ο οποίος βρίσκεται στο βάθος της επιμήκους σχισμής του εγκεφάλου, καλύπτεται από την υπερμεσολόβιο έλικα κάθε ημισφαιρίου και εμφανίζει από πίσω προς τα εμπρός το σπληνίο, το στέλεχος (σώμα), το γόνυ και το ρύγχος
3. φρ. «μεσολοβίου σύνδρομο») ιατρ. σύνδρομο που οφείλεται σε θέση εκτός κυκλώματος του μεσολοβίου, λόγω διακοπής τών ινών που το απαρτίζουν, με συνέπεια την αποσύνδεση τών δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου.