κώνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(22)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κῶνος]])<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] τών κωνοφόρων και μερικών κυκαδιδών, [[κουκουνάρι]] («βάλλει δὲ καὶ ἁ [[πίτυς]] ὑψόθε κώνοις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> στερεό γεωμετρικό [[σώμα]] που έχει ως [[βάση]] κύκλο και κυρτή [[επιφάνεια]] η οποία απολήγει σε [[οξεία]] [[κορυφή]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που απολήγει σε κωνοειδή [[κορυφή]] (α. «[[ηφαιστειακός]] [[κώνος]]» β. «[[μυελικός]] [[κώνος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[καρπός]] του αροβοσίτου, [[κούκλα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως θηλ.) <i>ἡ [[κῶνος]]<br />το [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας<br /><b>3.</b> [[σβούρα]] με την οποία παίζουν τα [[παιδιά]]<br /><b>4.</b> η [[πίσσα]] από κουκουνάρια πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>na</i>- «λυδία [[λίθος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>śi</i>-<i>s</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[ακονίζω]]», λατ. <i>c</i><i>ō</i><i>s</i> «[[σκληρός]] [[λίθος]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες με τη [[μορφή]] επιστημον. όρων, <b>[[πρβλ]].</b> <i>coniferae</i>: <i>κωνοφόρα</i>, <i>coniferin</i>: [[κωνιφερίνη]], <i>conodonta</i>: [[κωνόδοντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωνάριον]], [[κωνικός]], [[κωνίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνίας]], [[κώνιον]], [[κωνίς]], [[κωνίτις]], [[κωνώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κώνα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωνοειδής]], [[κωνοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνόκαρπος]], [[κωνοκόλουρος]], [[κωνοτομώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άκωνος]], [[κολουρόκωνος]], <i>πρόκωνος</i>].
|mltxt=ο (AM [[κῶνος]])<br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] τών κωνοφόρων και μερικών κυκαδιδών, [[κουκουνάρι]] («βάλλει δὲ καὶ ἁ [[πίτυς]] ὑψόθε κώνοις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> στερεό γεωμετρικό [[σώμα]] που έχει ως [[βάση]] κύκλο και κυρτή [[επιφάνεια]] η οποία απολήγει σε [[οξεία]] [[κορυφή]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που απολήγει σε κωνοειδή [[κορυφή]] (α. «[[ηφαιστειακός]] [[κώνος]]» β. «[[μυελικός]] [[κώνος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[καρπός]] του αροβοσίτου, [[κούκλα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως θηλ.) ἡ [[κῶνος]]<br />το [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας<br /><b>3.</b> [[σβούρα]] με την οποία παίζουν τα [[παιδιά]]<br /><b>4.</b> η [[πίσσα]] από κουκουνάρια πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>na</i>- «λυδία [[λίθος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>śi</i>-<i>s</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[ακονίζω]]», λατ. <i>c</i><i>ō</i><i>s</i> «[[σκληρός]] [[λίθος]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες με τη [[μορφή]] επιστημον. όρων, <b>[[πρβλ]].</b> <i>coniferae</i>: <i>κωνοφόρα</i>, <i>coniferin</i>: [[κωνιφερίνη]], <i>conodonta</i>: [[κωνόδοντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωνάριον]], [[κωνικός]], [[κωνίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνίας]], [[κώνιον]], [[κωνίς]], [[κωνίτις]], [[κωνώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κώνα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωνοειδής]], [[κωνοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνόκαρπος]], [[κωνοκόλουρος]], [[κωνοτομώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άκωνος]], [[κολουρόκωνος]], <i>πρόκωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο (AM κῶνος)
1. ο καρπός τών κωνοφόρων και μερικών κυκαδιδών, κουκουνάρι («βάλλει δὲ καὶ ἁ πίτυς ὑψόθε κώνοις», Θεόκρ.)
2. στερεό γεωμετρικό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και κυρτή επιφάνεια η οποία απολήγει σε οξεία κορυφή
3. κάθε σώμα που απολήγει σε κωνοειδή κορυφή (α. «ηφαιστειακός κώνος» β. «μυελικός κώνος»)
νεοελλ.
ο καρπός του αροβοσίτου, κούκλα
μσν.
καρδιά
αρχ.
1. (ως θηλ.) ἡ κῶνος
το πεύκο
2. η κορυφή της περικεφαλαίας
3. σβούρα με την οποία παίζουν τα παιδιά
4. η πίσσα από κουκουνάρια πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. śāna- «λυδία λίθος» < śi-sā-ti «ακονίζω», λατ. cōs «σκληρός λίθος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες με τη μορφή επιστημον. όρων, πρβλ. coniferae: κωνοφόρα, coniferin: κωνιφερίνη, conodonta: κωνόδοντα.
ΠΑΡ. κωνάριον, κωνικός, κωνίο(ν)
αρχ.
κωνίας, κώνιον, κωνίς, κωνίτις, κωνώ
αρχ.-μσν.
κώνα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωνοειδής, κωνοφόρος
αρχ.
κωνόκαρπος, κωνοκόλουρος, κωνοτομώ. (Β' συνθετικό) αρχ. άκωνος, κολουρόκωνος, πρόκωνος].