ήπαρ: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἧπαρ]])<br />το [[συκώτι]], [[μικτός]] [[αδένας]] με έσω και έξω [[έκκριση]], ο [[οποίος]] βρίσκεται [[κάτω]] από το [[περιτόναιο]], καταλαμβάνει το πρόσθιο [[τμήμα]] της σπλαχνικής κοιλότητας και επιτελεί πολλαπλές μεταβολικές λειτουργίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[ήπαρ]] θείου, αντιμονίου κ.λπ.» — παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων οξυθειούχων αλάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μού κόπηκαν τα ήπατα» — ένιωσα έντονο φόβο, τρόμο, [[ταραχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδεσμα]], ως [[μεζές]] («[[ἧπαρ]] κάπρου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδρα]] του θυμού, τών παθών, του πόνου («πολλὰ γοῡν θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού, [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hek</i><sup>w</sup><i>r</i>, (το <i>π</i> του [[ήπαρ]] από το ΙΕ, χειλοϋπερωικό <i>k</i><sup>w</sup>- πρβλ. <i>sek</i><sup>w</sup>- &GT; <i>έκ</i>-<i>ομαι</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>y</i><i>ē</i><i>k</i><sup>w</sup><i>r</i> (-<i>t</i>) «[[ήπαρ]]» με [[τροπή]] του <i>y</i> σε <i>h</i> και σίγηση του ληκτικού κλειστού -<i>t</i>. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yakrt</i>, <i>yaknah</i>, λατ. <i>iecur</i>, αβεστ. <i>y</i><i>ā</i><i>kar</i><i>ә</i>. Ως α' συνθετικό η λ. απαντά με τη [[μορφή]] <i>ηπατ</i>(<i>ο</i>)- (πρβλ. <i>ηπατο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ηπατο</i>-<i>ειδής</i>). Στη ΝΕ η λ. [[ήπαρ]] χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στο ιατρικό [[λεξιλόγιο]], ενώ ευρύτερα χρησιμοποιείται η λ. [[συκώτι]] για τη [[δήλωση]] τόσο του αντίστοιχου μέρους του σώματος όσο και του φαγητού. Σημειωτέον ότι το [[συκώτι]] προέρχεται από το <i>συκωτόν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σύκο]]) [[ήπαρ]], που δήλωνε το [[συκώτι]] τών ζώων που είχαν τραφεί με [[ξηρά]] σύκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν λ. με [[σημασία]] «[[συκώτι]]» σε άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. στη λατ. <i>ficatum</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ficus</i>), ιταλ. <i>fegato</i>, γαλλ. <i>foie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηπατικός]], <i>ηπατίτης</i>, [[ηπατίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπατιαίος]], [[ηπατίας]], [[ηπατίζω]], [[ηπάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηπατηρός]], [[ηπατώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπάτωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπατοειδής]], [[ηπατοσκόπος]], [[ηπατουργός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ηπατοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπαραδένη</i>, <i>ηπατέλαιον</i>, [[ηπαταλγία]], <i>ηπαταπόστημα</i>, [[ηπαταργία]], [[ηπατογαστρικός]], <i>ηπατοδωδεκαδακτυλικός</i>, [[ηπατοκήλη]], <i>ηπατοκολικός</i>, [[ηπατοκυστικός]], [[ηπατολογία]], [[ηπατονεφρικός]], [[ηπατοπάθεια]], [[ηπατοπηξία]], [[ηπατοπτωσία]], <i>ηπατοπυρίτης</i>, [[ηπατορραγία]], [[ηπατορραφία]], <i>ηπατοσάκχαρον</i>, <i>ηπατοτομία</i>, [[ηπατοτοξαιμία]]].
|mltxt=το (AM [[ἧπαρ]])<br />το [[συκώτι]], [[μικτός]] [[αδένας]] με έσω και έξω [[έκκριση]], ο [[οποίος]] βρίσκεται [[κάτω]] από το [[περιτόναιο]], καταλαμβάνει το πρόσθιο [[τμήμα]] της σπλαχνικής κοιλότητας και επιτελεί πολλαπλές μεταβολικές λειτουργίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[ήπαρ]] θείου, αντιμονίου κ.λπ.» — παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων οξυθειούχων αλάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μού κόπηκαν τα ήπατα» — ένιωσα έντονο φόβο, τρόμο, [[ταραχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδεσμα]], ως [[μεζές]] («[[ἧπαρ]] κάπρου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[συκώτι]] ως [[έδρα]] του θυμού, τών παθών, του πόνου («πολλὰ γοῡν θιγγάνει πρὸς [[ἧπαρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού, [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>hek</i><sup>w</sup><i>r</i>, (το <i>π</i> του [[ήπαρ]] από το ΙΕ, χειλοϋπερωικό <i>k</i><sup>w</sup>- πρβλ. <i>sek</i><sup>w</sup>- > <i>έκ</i>-<i>ομαι</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>y</i><i>ē</i><i>k</i><sup>w</sup><i>r</i> (-<i>t</i>) «[[ήπαρ]]» με [[τροπή]] του <i>y</i> σε <i>h</i> και σίγηση του ληκτικού κλειστού -<i>t</i>. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>yakrt</i>, <i>yaknah</i>, λατ. <i>iecur</i>, αβεστ. <i>y</i><i>ā</i><i>kar</i><i>ә</i>. Ως α' συνθετικό η λ. απαντά με τη [[μορφή]] <i>ηπατ</i>(<i>ο</i>)- (πρβλ. <i>ηπατο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ηπατο</i>-<i>ειδής</i>). Στη ΝΕ η λ. [[ήπαρ]] χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στο ιατρικό [[λεξιλόγιο]], ενώ ευρύτερα χρησιμοποιείται η λ. [[συκώτι]] για τη [[δήλωση]] τόσο του αντίστοιχου μέρους του σώματος όσο και του φαγητού. Σημειωτέον ότι το [[συκώτι]] προέρχεται από το <i>συκωτόν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σύκο]]) [[ήπαρ]], που δήλωνε το [[συκώτι]] τών ζώων που είχαν τραφεί με [[ξηρά]] σύκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν λ. με [[σημασία]] «[[συκώτι]]» σε άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. στη λατ. <i>ficatum</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ficus</i>), ιταλ. <i>fegato</i>, γαλλ. <i>foie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηπατικός]], <i>ηπατίτης</i>, [[ηπατίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπατιαίος]], [[ηπατίας]], [[ηπατίζω]], [[ηπάτιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηπατηρός]], [[ηπατώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπάτωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηπατοειδής]], [[ηπατοσκόπος]], [[ηπατουργός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ηπατοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηπαραδένη</i>, <i>ηπατέλαιον</i>, [[ηπαταλγία]], <i>ηπαταπόστημα</i>, [[ηπαταργία]], [[ηπατογαστρικός]], <i>ηπατοδωδεκαδακτυλικός</i>, [[ηπατοκήλη]], <i>ηπατοκολικός</i>, [[ηπατοκυστικός]], [[ηπατολογία]], [[ηπατονεφρικός]], [[ηπατοπάθεια]], [[ηπατοπηξία]], [[ηπατοπτωσία]], <i>ηπατοπυρίτης</i>, [[ηπατορραγία]], [[ηπατορραφία]], <i>ηπατοσάκχαρον</i>, <i>ηπατοτομία</i>, [[ηπατοτοξαιμία]]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

το (AM ἧπαρ)
το συκώτι, μικτός αδένας με έσω και έξω έκκριση, ο οποίος βρίσκεται κάτω από το περιτόναιο, καταλαμβάνει το πρόσθιο τμήμα της σπλαχνικής κοιλότητας και επιτελεί πολλαπλές μεταβολικές λειτουργίες
νεοελλ.
1. φρ. «ήπαρ θείου, αντιμονίου κ.λπ.» — παλαιά ονομασία διαφόρων οξυθειούχων αλάτων
2. φρ. «μού κόπηκαν τα ήπατα» — ένιωσα έντονο φόβο, τρόμο, ταραχή
αρχ.
1. το συκώτι ως έδεσμα, ως μεζέςἧπαρ κάπρου», Αριστοφ.)
2. το συκώτι ως έδρα του θυμού, τών παθών, του πόνου («πολλὰ γοῡν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ», Αισχύλ.)
3. ονομασία ψαριού, ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hekwr, (το π του ήπαρ από το ΙΕ, χειλοϋπερωικό kw- πρβλ. sekw- > έκ-ομαι) < ΙE yēkwr (-t) «ήπαρ» με τροπή του y σε h και σίγηση του ληκτικού κλειστού -t. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. yakrt, yaknah, λατ. iecur, αβεστ. yākarә. Ως α' συνθετικό η λ. απαντά με τη μορφή ηπατ(ο)- (πρβλ. ηπατο-σκόπος, ηπατο-ειδής). Στη ΝΕ η λ. ήπαρ χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στο ιατρικό λεξιλόγιο, ενώ ευρύτερα χρησιμοποιείται η λ. συκώτι για τη δήλωση τόσο του αντίστοιχου μέρους του σώματος όσο και του φαγητού. Σημειωτέον ότι το συκώτι προέρχεται από το συκωτόν (< σύκο) ήπαρ, που δήλωνε το συκώτι τών ζώων που είχαν τραφεί με ξηρά σύκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν λ. με σημασία «συκώτι» σε άλλες γλώσσες, όπως λ.χ. στη λατ. ficatum (< ficus), ιταλ. fegato, γαλλ. foie.
ΠΑΡ. ηπατικός, ηπατίτης, ηπατίτιδα (-ίτις)
αρχ.
ηπατιαίος, ηπατίας, ηπατίζω, ηπάτιον
μσν.
ηπατηρός, ηπατώδης
νεοελλ.
ηπάτωση.
ΣΥΝΘ. αρχ. ηπατοειδής, ηπατοσκόπος, ηπατουργός
μσν.- νεοελλ.
ηπατοφάγος
νεοελλ.
ηπαραδένη, ηπατέλαιον, ηπαταλγία, ηπαταπόστημα, ηπαταργία, ηπατογαστρικός, ηπατοδωδεκαδακτυλικός, ηπατοκήλη, ηπατοκολικός, ηπατοκυστικός, ηπατολογία, ηπατονεφρικός, ηπατοπάθεια, ηπατοπηξία, ηπατοπτωσία, ηπατοπυρίτης, ηπατορραγία, ηπατορραφία, ηπατοσάκχαρον, ηπατοτομία, ηπατοτοξαιμία].