οξιά: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
(29) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[οξυά]], η (Α [[ὀξύα]] και ιων. τ. [[ὀξύη]] και μτγν. [[ὀξέα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών ειδών φυλλοβόλων δένδρων που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] Fagus της οικογένειας [[φηγίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[λευκό]] [[ξύλο]] που προέρχεται από το [[παραπάνω]] δασικό [[δέντρο]] και [[είναι]] κατάλληλο για την ξυλουργική και την [[επιπλοποιία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>αρχ.</b><br />[[στέλεχος]] δόρατος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου («τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αρχικός]] τ. με σημ. «[[οξιά]]» αντικαταστάθηκε στην Ελληνική από τον τ. [[φηγός]] «[[βαλανιδιά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φηγός]]), ενώ ο τ. [[ὀξύα]], σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[ὀξύς]] (<b>πρβλ.</b> [[ὀξίνα]]), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ō</i><i>s</i><br />/ <i>ō</i><i>s</i>-<i>i</i>-<i>s</i> / <i>ō</i><i>s</i>-<i>en</i> με σημ. «[[μελία]]» και συνδέεται με αλβ. <i>ah</i> με σημ. «[[οξιά]]», όπως και στην Ελληνική, αρμ. <i>haci</i> «[[μελία]]», αρχ. άνω γερμ. <i>ask</i> και αγγλοσαξ. <i>aesc</i> «[[μελία]]». Ο μτγν. τ. [[ὀξέα]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[ἰτέα]], [[μηλέα]], ενώ ο νεοελλ. τ. [[οξιά]] έχει προέλθει με [[συνίζηση]] από τον τ. [[ὀξέα]] (<b>πρβλ.</b> [[μηλέα]] | |mltxt=και [[οξυά]], η (Α [[ὀξύα]] και ιων. τ. [[ὀξύη]] και μτγν. [[ὀξέα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών ειδών φυλλοβόλων δένδρων που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] Fagus της οικογένειας [[φηγίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[λευκό]] [[ξύλο]] που προέρχεται από το [[παραπάνω]] δασικό [[δέντρο]] και [[είναι]] κατάλληλο για την ξυλουργική και την [[επιπλοποιία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>αρχ.</b><br />[[στέλεχος]] δόρατος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου («τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αρχικός]] τ. με σημ. «[[οξιά]]» αντικαταστάθηκε στην Ελληνική από τον τ. [[φηγός]] «[[βαλανιδιά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φηγός]]), ενώ ο τ. [[ὀξύα]], σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[ὀξύς]] (<b>πρβλ.</b> [[ὀξίνα]]), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ō</i><i>s</i><br />/ <i>ō</i><i>s</i>-<i>i</i>-<i>s</i> / <i>ō</i><i>s</i>-<i>en</i> με σημ. «[[μελία]]» και συνδέεται με αλβ. <i>ah</i> με σημ. «[[οξιά]]», όπως και στην Ελληνική, αρμ. <i>haci</i> «[[μελία]]», αρχ. άνω γερμ. <i>ask</i> και αγγλοσαξ. <i>aesc</i> «[[μελία]]». Ο μτγν. τ. [[ὀξέα]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[ἰτέα]], [[μηλέα]], ενώ ο νεοελλ. τ. [[οξιά]] έχει προέλθει με [[συνίζηση]] από τον τ. [[ὀξέα]] (<b>πρβλ.</b> [[μηλέα]] > [[μηλιά]]). Ως [[προς]] την [[ορθογραφία]] της λ. [[είναι]] φανερό ότι η μεν [[γραφή]] της λ. με -<i>υ</i>- (που [[είναι]] και ο αρχαιότερος [[τύπος]]) ερμηνεύεται από την παρετυμολογική [[σύνδεση]] του αρχικού τ. της λ. με το θηλ. του επιθ. [[ὀξύς]], ενώ ως κρατούσα [[ορθογραφία]] [[σήμερα]] μπορεί να θεωρηθεί η [[γραφή]] με -<i>ι</i> ([[οξιά]]), μια και ο ήδη [[αρχαίος]] ([[μεταγενέστερος]]) τ. [[ὀξέα]] [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα δένδρων σε -<i>εα</i> εξελίχθηκε σε -<i>ια</i> με [[συνίζηση]]: [[μηλέα]] > [[μηλιά]], [[ἐλαία]] > [[ελιά]], [[πτελέα]] > [[φτελιά]]<br />άρα και [[ὀξέα]] > [[οξιά]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
και οξυά, η (Α ὀξύα και ιων. τ. ὀξύη και μτγν. ὀξέα)
κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών φυλλοβόλων δένδρων που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Fagus της οικογένειας φηγίδες
νεοελλ.
1. το λευκό ξύλο που προέρχεται από το παραπάνω δασικό δέντρο και είναι κατάλληλο για την ξυλουργική και την επιπλοποιία
2. είδος αρπακτικού πτηνού
αρχ.
στέλεχος δόρατος από ξύλο του παραπάνω δέντρου («τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. με σημ. «οξιά» αντικαταστάθηκε στην Ελληνική από τον τ. φηγός «βαλανιδιά» (βλ. λ. φηγός), ενώ ο τ. ὀξύα, σχηματισμένος κατ' επίδραση του επιθ. ὀξύς (πρβλ. ὀξίνα), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ōs
/ ōs-i-s / ōs-en με σημ. «μελία» και συνδέεται με αλβ. ah με σημ. «οξιά», όπως και στην Ελληνική, αρμ. haci «μελία», αρχ. άνω γερμ. ask και αγγλοσαξ. aesc «μελία». Ο μτγν. τ. ὀξέα έχει σχηματιστεί κατά τα ἰτέα, μηλέα, ενώ ο νεοελλ. τ. οξιά έχει προέλθει με συνίζηση από τον τ. ὀξέα (πρβλ. μηλέα > μηλιά). Ως προς την ορθογραφία της λ. είναι φανερό ότι η μεν γραφή της λ. με -υ- (που είναι και ο αρχαιότερος τύπος) ερμηνεύεται από την παρετυμολογική σύνδεση του αρχικού τ. της λ. με το θηλ. του επιθ. ὀξύς, ενώ ως κρατούσα ορθογραφία σήμερα μπορεί να θεωρηθεί η γραφή με -ι (οξιά), μια και ο ήδη αρχαίος (μεταγενέστερος) τ. ὀξέα κατά τα πολλά ονόματα δένδρων σε -εα εξελίχθηκε σε -ια με συνίζηση: μηλέα > μηλιά, ἐλαία > ελιά, πτελέα > φτελιά
άρα και ὀξέα > οξιά].