ζητητικός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζητητικός]], -ή, -όν) [[ζητητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για πνευματικές έρευνες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ζητητικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η ζητητική</i><br />το φιλοσοφικό [[σύστημα]] τών ζητητικών, η Σκεπτική [[φιλοσοφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η [[αλήθεια]] («ὅ τε [[ὑφηγητικός]], καὶ ὁ [[ζητητικός]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ζητητικόν</i><br />η [[αναζήτηση]] της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ζητητικός]], -ή, -όν) [[ζητητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για πνευματικές έρευνες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ζητητικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η ζητητική</i><br />το φιλοσοφικό [[σύστημα]] τών ζητητικών, η Σκεπτική [[φιλοσοφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η [[αλήθεια]] («ὅ τε [[ὑφηγητικός]], καὶ ὁ [[ζητητικός]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ζητητικόν</i><br />η [[αναζήτηση]] της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζητητικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αποσκοπεί στην [[ανεύρεση]] της αλήθειας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to search or inquire, Pl.Men.81e, Ptol.Tetr.6; τινος into a thing, Pl.Ax.366b; περί τι Id.R.528c. 2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol.1265a12. Adv. -κῶς Procl.in Prm.p.515S. 3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70; ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7.
German (Pape)
[Seite 1140] zum Untersuchen geneigt, περί τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ζητητικός: -ή, -όν, ἔχων ἔφεσιν ἢ τάσιν πρὸς τὰς ζητήσεις ἢ ἐρεύνας, ἐρευνητικός, Πλάτ. Μένωνι 81D· τινος ὁ αὐτ. Ἀξ. 366Β· περί τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 528Β. 2) οἱ ζ. διάλογοι, διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ἐν οἷς ἐρευνᾶται ἡ ἀλήθεια, ἀντίθ. οἱ ὑφηγητικοί, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 49· τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, ἀναφέρονται εἰς τὴν ζήτησιν τῆς ἀληθείας, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 6, πρβλ. Grote Πλάτ. 1. 169. 3) οἱ ζητητικοί, ὄνομα διδόμενον εἰς τοὺς σκεπτικοὺς ἢ ἐφεκτικοὺς φιλοσόφους, Διογ. Λ. 9. 69· ἡ ζητητική, τὸ φιλοσοφικὸν αὐτῶν σύστημα, αὐτόθι 70· ἡ ζ. ἀγωγὴ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime ou est apte à rechercher, à examiner.
Étymologie: ζητέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ζητητικός, -ή, -όν) ζητητής
1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι
3. το θηλ. η ζητητική
το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία
αρχ.
1. (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η αλήθεια («ὅ τε ὑφηγητικός, καὶ ὁ ζητητικός», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ.) τὸ ζητητικόν
η αναζήτηση της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.).
επίρρ...
ζητητικῶς (Α)
με τρόπο που αποσκοπεί στην ανεύρεση της αλήθειας.
Greek Monotonic
ζητητικός: -ή, -όν (ζητέω), αυτός που έχει έφεση ή τάση προς την έρευνα ή την αναζήτηση, ερευνητικός, εξεταστικός, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζητητικός -ή -όν [ζητέω] geneigd tot onderzoeken, in staat tot onderzoek; subst.. τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες τοῦ Σωκράτους λόγοι alle gesprekken van Socrates hebben het karakter van een onderzoek Aristot. Pol. 1265a12.
Russian (Dvoretsky)
ζητητικός:
1) склонный к исследованию, пытливый (ἐργαστικὸς καὶ ζ. Plat.);
2) посвященный разысканию, исследовательский (αἰτίων Plut.): οἱ ζητητικοὶ διάλογοι Diog. L. исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «поучающих» - οἱ ὑφηγητικοί); ἡ ζητητικὴ ἀγωγή Sext. исследовательское направление, т. е. скептическая философия.
Middle Liddell
ζητητικός, ή, όν ζητέω
disposed to search or inquire, searching, inquiring, Plat.