κενεών: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κενεών]], -ῶνος, ὁ (ΑΜ)<br />[[κοιλότητα]] ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλωμα]] [[μεταξύ]] τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] σε [[πλήθος]] («γενομένου διαστήματος ἦλθε [[κατά]] [[μέσον]] τον κενεῶνα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «οἱ κενεῶνες | |mltxt=[[κενεών]], -ῶνος, ὁ (ΑΜ)<br />[[κοιλότητα]] ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κοίλωμα]] [[μεταξύ]] τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] σε [[πλήθος]] («γενομένου διαστήματος ἦλθε [[κατά]] [[μέσον]] τον κενεῶνα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «οἱ κενεῶνες τοῦ περιτοναίου» — οι κοιλότητες του περιτοναίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κενός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>εών</i> που απαντά συν. σε ονόματα τόπου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-<i>εών</i> [[αλλά]] και σε ονόματα που έχουν [[σχέση]] με μέρη του σώματος (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδ</i>-<i>εώ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:35, 15 February 2019
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (κενός)
A hollow between ribs and hip, flank, Od.22.295, Poll.2.166, etc.; νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ Il.5.857, cf. Hp.Prog.8 (pl.); of horses, X.Eq.12.8; of dogs, Id.Cyn. 4.1. 2 οἱ κ. τοῦ περιτοναίου the hollows of the peritonaeum, Heliod. ap. Orib.50.48.4. II any hollow, hence periphr. οὐράνιοι AP9.207; αἰθέριος, χθόνιος κ., Nonn.D.13.453, 9.82; κενεὼν ἀρούρης ib.41.3; vacant space in a crowd, LXX 2 Ma.14.44.
German (Pape)
[Seite 1416] ῶνος, ὁ, der leere Raum, bes. die Seiten des Unterleibes zwischen den Rippen u. den Hüften, die Weichen; οὖτα δουρὶ μέσσν κενεῶνα Od. 22, 295; ἐπέρεισε νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Il. 5, 856; von Thieren, Xen. de re equ. 12, 8; Poll. 5, 59. – Sp. übh. die Leere, der leere Raum, οὐράνιοι κενεῶνες Ep. ad. 574 (IX, 207) u. Nonn. oft.
Greek (Liddell-Scott)
κενεών: -ῶνος, ὁ, (κενός), τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἰσχίου κοίλωμα, τὸ μέρος τὸ κενὸν ὀστῶν, λαγόνες, Ὀδ. Χ. 295, κτλ.· νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Ἰλ. Ε. 857, πρβλ. Ἱππ. Προγν. 39· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 12. 8· ἐπὶ κυνῶν, Πολυδ. Ε΄, 59· ἴδε ἐν λ. λαπάρα. ΙΙ. πᾶσα κοιλότης ἢ ὀπή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20. 8·- ὡσαύτως περιφραστ., οὐράνιοι, χθόνιοι κ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ πτυχαί, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 207, Νόνν. Δ. 13. 453 ἢ 9. 82· κενεὼν ἀρούρης, κελεύθου ὁ αὐτ. Δ. 41. 3, κ. Ἰω. 13. 37· κ. τάφου, κενοτάφιον, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 234.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
creux des flancs entre les côtes et le bas-ventre ; ceinture, taille.
Étymologie: κενεός.
English (Autenrieth)
ῶνος (κενεός): the empty space of the body, part between the hips and ribs, waist, small of the back, Od. 22.295; acc. of specification, Il. 5.284; elsewhere w. ἐς.
Greek Monolingual
κενεών, -ῶνος, ὁ (ΑΜ)
κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)
αρχ.
1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες
2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ)
3. φρ. ιατρ. «οἱ κενεῶνες τοῦ περιτοναίου» — οι κοιλότητες του περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενός + επίθ. -εών που απαντά συν. σε ονόματα τόπου (πρβλ. δαφν-εών αλλά και σε ονόματα που έχουν σχέση με μέρη του σώματος (πρβλ. ποδ-εώ)].
Greek Monotonic
κενεών: -ῶνος, ὁ (κενός),
I. κοίλωμα μεταξύ των πλευρών και του ισχίου, λαγόνια, σε Όμηρ., Ξεν.
II. κάθε κοιλότητα ή οπή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κενεών: ῶνος ὁ
1) пустота, полость: οὐράνιοι κενεῶνες Anth. небесные пространства;
2) пах (οὐτάμεναί τινα δουρὶ μέσον κενεῶνα Hom.; τὸν τοῦ ἵππου κενεῶνα σκεπάζειν Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενεών -ῶνος, ὁ [κενός] lichaamsruimte zonder bot (‘leeg’), buik:. οὖτα δουρὶ μέσον κενεῶνα met zijn speer stootte hij in zijn buik Od. 22.295.
Frisk Etymological English
Meaning: hollow between ribs and hip, flank
See also: s. κενός.
Middle Liddell
κενεών, ῶνος, κενός
I. the hollow below the ribs, the flank, Hom., Xen.
II. any hollow, a glen, Anth.