κατήκοος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katikoos | |Transliteration C=katikoos | ||
|Beta Code=kath/koos | |Beta Code=kath/koos | ||
|Definition=ον, (κατακούω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hearing</b>, <b class="b3">τῶν εἴ τίς | |Definition=ον, (κατακούω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hearing</b>, <b class="b3">τῶν εἴ τίς ἐστιν… κατήκοος</b> if any <b class="b2">has heard tidings of</b> them, S.<span class="title">Ichn.</span>77; <b class="b2">listening to</b>, <b class="b3">κ. λόγων</b> <b class="b2">student</b> of philosophy, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>365b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">spy, eavesdropper</b>, κατάσκοποι καὶ κ. <span class="bibl">Hdt.1.100</span>, <span class="bibl">D.C.42.17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">hearkening to, obedient</b>, <span class="bibl">Hdt.7.155</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>642</span>; τινος <b class="b2">to</b> another, <b class="b3">Μήδων, Περσέων κ</b>., <span class="bibl">Hdt.1.72</span>, <span class="bibl">143</span>, al.; τὰ παραθαλάσσια… Περσέων κ. ἐποίεε <span class="bibl">Id.5.10</span>; κ. τοῦ κοσμητοῦ <span class="title">IG</span>22.1011.20; <b class="b3">τὸ ἐπιθυμητικὸν κ. [τοῦ λόγου</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1102b31</span>: c. dat., Κροίσῳ κ. <span class="bibl">Hdt.1.141</span>, cf.<span class="bibl">3.88</span>; τῇ πόλει κ. γενέσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>499b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">giving ear to</b>, εὐχωλῇσι <span class="title">AP</span>6.199 (Antiphil.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:35, 26 February 2019
English (LSJ)
ον, (κατακούω)
A hearing, τῶν εἴ τίς ἐστιν… κατήκοος if any has heard tidings of them, S.Ichn.77; listening to, κ. λόγων student of philosophy, Pl.Ax.365b. 2 spy, eavesdropper, κατάσκοποι καὶ κ. Hdt.1.100, D.C.42.17. II hearkening to, obedient, Hdt.7.155, S.Ant.642; τινος to another, Μήδων, Περσέων κ., Hdt.1.72, 143, al.; τὰ παραθαλάσσια… Περσέων κ. ἐποίεε Id.5.10; κ. τοῦ κοσμητοῦ IG22.1011.20; τὸ ἐπιθυμητικὸν κ. [τοῦ λόγου] Arist.EN1102b31: c. dat., Κροίσῳ κ. Hdt.1.141, cf.3.88; τῇ πόλει κ. γενέσθαι Pl.R.499b. III giving ear to, εὐχωλῇσι AP6.199 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1400] 1) behorchend, als Verräther, Spion; Her. 1, 100; κατάσκοποι καὶ κατήκοοι D. Cass. 42, 17. – 2) darauf hörend, gehorchend; Soph. Ant. 638; τινός, Plat. Men. 71 e Rep. VIII, 562 d; τινί, VI, 499 b; unterworfen, Unterthan, ἔσαν οὗτοι Μήδων κατήκοοι Her. 1, 72; Κροίσῳ ἔσαν κατήκοοι 1, 141. – 31 erhörend, εὐχωλῇσι Antiphil. 5 (VI, 199); übh. hörend, κατήκοος λόγων, der Hörer, Plat. Ax. 365 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατήκοος: -ον, (κατακούω), προσέχων, μετὰ προσοχῆς ἀκούων, ἀκροατής, λόγων Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α·― ὡς οὐσιαστ., ὁ «κρυφοακούων», ὠτακουστής, κατάσκοπος, κατάσκοποι καὶ κατ. Ἡρόδ. 1. 100, πρβλ. Δίωνα Κ. 42. 17. ΙΙ. ἀκούων τινά, εὐπειθὴς προσέχων εἴς τινα, ὑπήκοος, ὑποτεταγμένος, Ἡρόδ. 7. 155, Σοφ. Ἀντ. 642· τινός, εἴς τινα, Μήδων, Περσέων κατήκοοι Ἡρόδ. 1. 72, 143, κ. ἀλλ.· τὰ παραθαλάσσια… Περσέων κ. ἐποίεε 5. 10· ὡσαύτως μετ. δοτ., Κύρῳ κ. αὐτόθι 141, πρβλ. 3. 88. ΙΙΙ. δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, εὐχωλῇσι Ἀνθ. Π. 6. 199.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui espionne, espion;
2 qui prête l’oreille à, τινι ; docile, obéissant à, gén. ou dat.;
3 soumis à, sujet de : τινος, τινι de qqn ; subst. οἱ κατήκοντες HDT les sujets.
Étymologie: κατακούω.
Greek Monolingual
κατήκοος, -ον (Α)
1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» — εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι' αυτά, Σοφ.)
2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» — αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.)
3. αυτός που κρυφακούει, ωτακουστής, κατάσκοπος («κατάσκοποί τε καὶ κατήκοοι ἦσαν», Ηρόδ.)
4. υποτελής, υπήκοος, υποταγμένος σε κάποιον («Μήδων κατήκοοι», Ηρόδ.)
5. αυτός που παρέχει ακρόαση, που εισακούει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. επ-ήκοος, υπ-ήκοος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
κατήκοος: -ον (κατακούω), αυτός που ακούει, ακροατής·
I. ως ουσ., ωτακουστής, κατάσκοπος, σε Ηρόδ.
II. ευπειθής, υπάκουος, πειθαρχικός, υποτελής, στον ίδ., Σοφ.· τινος, σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.· επίσης, με δοτ. Κύρῳ κ., στον ίδ.
III. αυτός που δίνει ακρόαση σε, εὐχωλῇσι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κατήκοος:
1) слушающий (λόγον Plat.);
2) послушный (γοναί Soph.; κ. καὶ πειθαρχικός Arst.): κ. τινος и τινι Plat., Plut. покорный кому-л.;
3) внемлющий (εὐχωλῇσι Anth.).
II ὁ подслушиватель, шпион (κατάσκοποι καὶ κατήκοοι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατήκοος -ον [κατακούω] luisterend; subst. spion. gehoorzaam, onderdanig:; γονὰς κατηκόους... ἔχειν gehoorzame kinderen hebben Soph. Ant. 642; met gen.:; Μήδων κατήκοοι onderworpen aan de Meden Hdt. 1.72.1; met dat.: Κροίσῳ ἦσαν κατήκοοι zij waren aan Croesus onderworpen Hdt. 1.141.1.