τένων: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(1b)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τένων]], οντος, [[τείνω]]<br />any [[tight]]-stretched [[band]], a [[sinew]], [[tendon]], Hom.; τ. ποδός the outstretched [[foot]], Eur.:—absol. the [[foot]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[[τένων]], οντος, [[τείνω]]<br />any [[tight]]-stretched [[band]], a [[sinew]], [[tendon]], Hom.; τ. ποδός the outstretched [[foot]], Eur.:—absol. the [[foot]], Aesch., Eur.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τένων''': {ténōn}<br />'''See also''': s. [[τείνω]].<br />'''Page''' 2,877
}}
}}

Revision as of 16:05, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τένων Medium diacritics: τένων Low diacritics: τένων Capitals: ΤΕΝΩΝ
Transliteration A: ténōn Transliteration B: tenōn Transliteration C: tenon Beta Code: te/nwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (τείνω)

   A sinew, tendon, ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Od.3.449; freq. in dual, ἄμφω ῥῆξε τένοντε Il.5.307, al., cf. 4.521, Hes.Sc.419; of the arm, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Il.20.478; of the foot, ποδῶν τέτρηνε τένοντε 22.396, cf. E.Ph.42; τ. ποδός, the outstretched foot, Id.Cyc.400; ὁ τ. ὁ ὀπίσθιος the Achilles tendon, Hp.Fract.11; ὁ τ. ὁ ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδός ib.16, cf. Arist.HA515b9; τ. defined as a species of νεῦρον, Gal.2.739, cf. 6.772: abs., for the foot, πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί A.Ch.209, cf. E.Med.1166, Ba. 938; τένοντα σείων, of a mule, Babr.62.3.    II metaph., mountain-ridge, Καυκάσιος τ. AP4.3b.12 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1091] οντος, ὁ, eigtl. jedes straffe, angespannte Band; bes. von den Gliederbändern des menschlichen und thierischen Leibes, Sehne, Flechse; bei Hom. am häufigsten von den beiden starken Sehnen des Nackens, ἀμφοτέρω δὲ τένοντε λᾶας ἀπηλοίησεν, Il. 4, 521; ἄμφω ῥῆξε τένοντε, 5, 307, u. öfter, vgl. 16, 587; αὐχένιοι, das Genick, Od. 3, 449; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, Il. 20, 478; ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, 22, 396; Hes. Sc. 419; πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207, Eur. Phoen. 42 Bacch. 936; dah. übertr., τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει, Luc. Cat. 19. – Auch wie αὐχήν, ein schmaler Landstrich, Jac. A. P. p. 47; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

τένων: -οντος, ὁ, (τείνω) ἰσχυρὸν καὶ τεταμένον νεῦρον, πλέγμα νεύρων, τὸ ἐν τῷ τραχήλῳ νεῦρον, ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Ὀδ. Γ. 449· συχν. ἐν τῷ δυϊκῷ ἀριθμῷ, ἄμφω ῥῆξε τένοντε Ἰλ. Ε. 307, κλπ., πρβλ. Δ. 521· ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Υ. 478· ἐπὶ τοῦ ποδός, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Χ. 396, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 419, Εὐρ. Φοίν. 42· τ. ποδός, ὁ τεταμένος πούς, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 400· ὁ τένωνὀπίσθιος, ὁ καλούμενος Ἀχιλλεύς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ὁ τ. ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδὸς αὐτόθι 764, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· - ἀκολούθως ἀπολ., ἀντὶ τοῦ πούς, πτέρνσι τενόντων θ’ ὑπογραφαὶ Αἰσχύλ. Χο. 209, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1166 (ἔνθα ἴδε Elmsl., 1134), Βάκχ. 938· τένοντα σείων, ἐπὶ ἡμιόνου, Βαβρ. 62. 2. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ αὐχήν, Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ῥηγμῖνι Κυταίῃ Ἀνθολ. Π. 4. 3, 58, πρβλ. αὐχήν. (Συγγενὲς τῷ ταινία).

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
litt. tendon, muscle allongé.
Étymologie: τείνω.

English (Autenrieth)

οντος (τείνω): du. and pl., muscles.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
βλ. τένοντας.

Greek Monotonic

τένων: -οντος, ὁ (τείνω), εξαιρετικά τεντωμένο νεύρο, τένοντας, σε Όμηρ.· τένοντος ποδός, τεντωμένο πόδι, σε Ευρ.· απόλ., πόδι, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τένων: οντος ὁ
1) сухожилие, жила: τένοντες αὐχένιοι Hom. шейные сухожилия;
2) (sc. ποδός) ахиллесово сухожилие, тж. лодыжка, щиколотка: παρὰ τένοντ᾽ ἔχει πέπλος Eur. платье спускается до пят; τένοντ᾽ ἐς ὀρθόν Eur. поднявшись на цыпочки;
3) (горный) гребень, хребет (Καυκάσιος τ. Anth.).

Middle Liddell

τένων, οντος, τείνω
any tight-stretched band, a sinew, tendon, Hom.; τ. ποδός the outstretched foot, Eur.:—absol. the foot, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

τένων: {ténōn}
See also: s. τείνω.
Page 2,877