πρόκριμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(1b)
(c2)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόκρῐμα, ατος, τό,<br />prejudgment, [[prejudice]], NTest. [from προκρί¯νω]
|mdlsjtxt=πρόκρῐμα, ατος, τό,<br />prejudgment, [[prejudice]], NTest. [from προκρί¯νω]
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':prÒkrima 普羅-克里馬<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':前-審判<p>'''字義溯源''':成見,臆斷;由([[πρό]])*=前)與([[κρίνω]])*=辨別)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);提前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 成見(1) 提前5:21
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐμα Medium diacritics: πρόκριμα Low diacritics: πρόκριμα Capitals: ΠΡΟΚΡΙΜΑ
Transliteration A: prókrima Transliteration B: prokrima Transliteration C: prokrima Beta Code: pro/krima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W.    2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.

German (Pape)

[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jugement porté d’avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.

English (Strong)

from a compound of πρό and κρίνω; a prejudgment (prejudice), i.e. prepossession: prefer one before another.

English (Thayer)

προκρίματος, τό (πρό and κρίμα), an opinion formed before the facts are known, a prejudgment, a prejudice, (Vulg. praejudicium): Suidas, under the word; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian manuscript 10,11, 8, § ἐ)).

Greek Monolingual

το, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές»)
αρχ.
1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)
2. προδικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

πρόκρῐμα: τό, πρόωρη κρίση, πρόκριση, προκατάληψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρόκρῐμα: ατος τό предрассудок, предубеждение NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκριμα -ατος, τό [προκρίνω] vooroordeel.

Middle Liddell

πρόκρῐμα, ατος, τό,
prejudgment, prejudice, NTest. [from προκρί¯νω]

Chinese

原文音譯:prÒkrima 普羅-克里馬

詞類次數:名詞(1)

原文字根:前-審判

字義溯源:成見,臆斷;由(πρό)*=前)與(κρίνω)*=辨別)組成

出現次數:總共(1);提前(1)

譯字彙編

1) 成見(1) 提前5:21