окружать: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(4)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[περικυκλόω]], [[περιστοιχίζω]], [[πυκάζω]], [[πυκάσδω]], [[συγκρατέω]], [[ἀμφινέμομαι]], [[περιθέω]], [[σαγηνεύω]], [[περίειμι]], [[ἐγκυκλόω]], [[κατειλύω]], [[συμπεριτίθημι]], [[περισπειράω]], [[τειχίζω]], [[περιορίζω]], [[περιλαμβάνω]], [[περιστείχω]], [[ἀμφιβαίνω]], [[περιστέφω]], [[ἐμπεριέχω]], [[ἀμπέχω]], [[ἀμπίσχω]], [[ἀμφέχω]], [[κυκλόω]], [[περιθριγκόω]], [[στέφω]], [[περιέργω]], [[περιείργω]], [[περιχειλόω]], [[περιπέλομαι]], [[περιέχω]], [[περιΐσχω]], [[στεφανόω]], [[περικαταλαμβάνω]], [[καταμπέχω]], [[περιστεφανόω]], [[ἀποταφρεύω]], [[ἀμφικυκλόομαι]], [[κατακυκλόομαι]], [[ἀμφιάζω]], [[ἀμφέρχομαι]], [[ἀπολαμβάνω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀμφέπω]], [[περιφύω]], [[παρυφαίνω]], [[περιστρατοπεδεύω]], [[περικυκλέομαι]], [[ἀντιπεριΐστημι]], [[σφίγγω]], [[περικάθημαι]], [[περικάτημαι]], [[προσκάθημαι]], [[προσκάτημαι]], [[ἀμφίστημι]], [[διαλαμβάνω]]
|rueltext=[[συγκλείω]], [[ἑλίσσω]], [[περιέρχομαι]], [[περικυκλόω]], [[περιστοιχίζω]], [[πυκάζω]], [[πυκάσδω]], [[συγκρατέω]], [[ἀμφινέμομαι]], [[περιθέω]], [[σαγηνεύω]], [[περίειμι]], [[ἐγκυκλόω]], [[κατειλύω]], [[συμπεριτίθημι]], [[περισπειράω]], [[τειχίζω]], [[περιορίζω]], [[περιλαμβάνω]], [[περιστείχω]], [[ἀμφιβαίνω]], [[περιστέφω]], [[ἐμπεριέχω]], [[ἀμπέχω]], [[ἀμπίσχω]], [[ἀμφέχω]], [[κυκλόω]], [[περιθριγκόω]], [[στέφω]], [[περιέργω]], [[περιείργω]], [[περιχειλόω]], [[περιπέλομαι]], [[περιέχω]], [[περιΐσχω]], [[στεφανόω]], [[περικαταλαμβάνω]], [[καταμπέχω]], [[περιστεφανόω]], [[ἀποταφρεύω]], [[ἀμφικυκλόομαι]], [[κατακυκλόομαι]], [[ἀμφιάζω]], [[ἀμφέρχομαι]], [[ἀπολαμβάνω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀμφέπω]], [[περιφύω]], [[παρυφαίνω]], [[περιστρατοπεδεύω]], [[περικυκλέομαι]], [[ἀντιπεριΐστημι]], [[σφίγγω]], [[περικάθημαι]], [[περικάτημαι]], [[προσκάθημαι]], [[προσκάτημαι]], [[ἀμφίστημι]], [[διαλαμβάνω]], [[περιρρέω]], [[ἀμφιβάλλω]], [[ἐπιζεύγνυμι]], [[διαζώννυμι]], [[κυκλέω]], [[περιΐστημι]]
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 15 October 2019

Russian > Greek

συγκλείω, ἑλίσσω, περιέρχομαι, περικυκλόω, περιστοιχίζω, πυκάζω, πυκάσδω, συγκρατέω, ἀμφινέμομαι, περιθέω, σαγηνεύω, περίειμι, ἐγκυκλόω, κατειλύω, συμπεριτίθημι, περισπειράω, τειχίζω, περιορίζω, περιλαμβάνω, περιστείχω, ἀμφιβαίνω, περιστέφω, ἐμπεριέχω, ἀμπέχω, ἀμπίσχω, ἀμφέχω, κυκλόω, περιθριγκόω, στέφω, περιέργω, περιείργω, περιχειλόω, περιπέλομαι, περιέχω, περιΐσχω, στεφανόω, περικαταλαμβάνω, καταμπέχω, περιστεφανόω, ἀποταφρεύω, ἀμφικυκλόομαι, κατακυκλόομαι, ἀμφιάζω, ἀμφέρχομαι, ἀπολαμβάνω, ἀμφιέπω, ἀμφέπω, περιφύω, παρυφαίνω, περιστρατοπεδεύω, περικυκλέομαι, ἀντιπεριΐστημι, σφίγγω, περικάθημαι, περικάτημαι, προσκάθημαι, προσκάτημαι, ἀμφίστημι, διαλαμβάνω, περιρρέω, ἀμφιβάλλω, ἐπιζεύγνυμι, διαζώννυμι, κυκλέω, περιΐστημι