δραστήριος: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(1ab) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drastirios | |Transliteration C=drastirios | ||
|Beta Code=drasth/rios | |Beta Code=drasth/rios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[active]], [[efficacious]], μηχανή <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>1046</span>; φάρμακον <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1185</span>; ἀνὴρ δ. ἐς τὰ πάντα <span class="bibl">Th.4.81</span>; [[activity]], [[energy]], <span class="bibl">Id.2.63</span>. Adv. [[δραστηρίως]] <span class="bibl">Ph.1.104</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>10</span>, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>26p.479M.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> rarely in bad sense, [[τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια]] = [[audacious deeds]], <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1554</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[active]], opp. [[passive]], <span class="bibl">Plot.6.1.29</span>; esp. in Gramm., of verbs, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>24</span>. Adv. [[δραστηρίως]] <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>82.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[δρηστήριος]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.7<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α D.C.<i>Epit.Xiph</i>.78.15, Procl.<i>in Prm</i>.908, 918]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[eficaz]], [[activo]], [[drástico]] μηχανή A.<i>Th</i>.1041, φάρμακον E.<i>Io</i> 1185, de pers. ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ. E.<i>Hel</i>.992, cf. <i>Fr</i>.688, ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάντα Th.4.81<br /><b class="num">•</b>fil. [[activo]], [[eficiente]] δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαί principios eficientes de todas las cosas</i> Emp. en S.E.<i>M</i>.7.115, τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριον Aristid.Quint.67.6, φύσις Plot.4.7.4, [[δύναμις]] Procl.<i>in Prm</i>.908, 918.<br /><b class="num">2</b> en sent. neg. [[expeditivo]], [[peligroso]] δόλια καὶ δραστήρια E.<i>Io</i> 985, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια E.<i>Or</i>.1554, γυνὴ ... [[δραστηρία]] καὶ συνετή de Cleopatra, D.C.l.c.<br /><b class="num">3</b> gram., de la voz verbal [[activo]] δραστήρια ῥήματα op. παθητικά D.H.<i>Th</i>.24.5, <i>An.Ox</i>.3.272.15.<br /><b class="num">4</b> [[que produce]], [[productor]] abs. Didym.<i>Gen</i>.165.11.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> τὸ δ. [[actividad]] τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳ <i>Lyr.Adesp</i>. en <i>PAnt</i>.115a.20, cf. M.Ant.6.48<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[efectividad]] del estilo de Demóstenes, D.H.<i>Dem</i>.21.4.<br /><b class="num">2</b> ὁ δ. [[activista]], [[agitador]] πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον D.C.23.3.<br /><b class="num">III</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[δρηστήριος]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.7<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α D.C.<i>Epit.Xiph</i>.78.15, Procl.<i>in Prm</i>.908, 918]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[eficaz]], [[activo]], [[drástico]] μηχανή A.<i>Th</i>.1041, φάρμακον E.<i>Io</i> 1185, de pers. ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ. E.<i>Hel</i>.992, cf. <i>Fr</i>.688, ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάντα Th.4.81<br /><b class="num">•</b>fil. [[activo]], [[eficiente]] δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαί principios eficientes de todas las cosas</i> Emp. en S.E.<i>M</i>.7.115, τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριον Aristid.Quint.67.6, φύσις Plot.4.7.4, [[δύναμις]] Procl.<i>in Prm</i>.908, 918.<br /><b class="num">2</b> en sent. neg. [[expeditivo]], [[peligroso]] δόλια καὶ δραστήρια E.<i>Io</i> 985, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια E.<i>Or</i>.1554, γυνὴ ... [[δραστηρία]] καὶ συνετή de Cleopatra, D.C.l.c.<br /><b class="num">3</b> gram., de la voz verbal [[activo]] δραστήρια ῥήματα op. παθητικά D.H.<i>Th</i>.24.5, <i>An.Ox</i>.3.272.15.<br /><b class="num">4</b> [[que produce]], [[productor]] abs. Didym.<i>Gen</i>.165.11.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> τὸ δ. [[actividad]] τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳ <i>Lyr.Adesp</i>. en <i>PAnt</i>.115a.20, cf. M.Ant.6.48<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[efectividad]] del estilo de Demóstenes, D.H.<i>Dem</i>.21.4.<br /><b class="num">2</b> ὁ δ. [[activista]], [[agitador]] πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον D.C.23.3.<br /><b class="num">III</b> adv. [[δραστηρίως]] [[activamente]], [[con eficacia]] ὅταν ... δ. ἐνεργῇ de la alegría, Ph.1.104, δ. καὶ δημιουργικῶς Syrian.<i>in Metaph</i>.82.31, cf. Iul.<i>Ep</i>.10.403d, Hierocl.<i>in CA</i> 26.9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δραστήριος]], ον <i>adj</i> <i>adj</i> [[δράω]]<br /><b class="num">1.</b> [[vigorous]], [[active]], [[efficacious]], Aesch., Eur.: τὸ | |mdlsjtxt=[[δραστήριος]], ον <i>adj</i> <i>adj</i> [[δράω]]<br /><b class="num">1.</b> [[vigorous]], [[active]], [[efficacious]], Aesch., Eur.: [[τὸ δραστήριον]] [[activity]], [[energy]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in bad [[sense]], [[audacious]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 13 April 2020
English (LSJ)
ον,
A active, efficacious, μηχανή A.Th.1046; φάρμακον E.Ion1185; ἀνὴρ δ. ἐς τὰ πάντα Th.4.81; activity, energy, Id.2.63. Adv. δραστηρίως Ph.1.104, Jul.Ep.10, Hierocl. in CA26p.479M. 2 rarely in bad sense, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια = audacious deeds, E.Or.1554. 3 active, opp. passive, Plot.6.1.29; esp. in Gramm., of verbs, D.H.Th.24. Adv. δραστηρίως Syrian. in Metaph.82.31.
German (Pape)
[Seite 665] ον, thatkräftig, unternehmend; Eur. Hel. 998; ἐς τὰ πάντα Thuc. 4, 81, der τὸ δραστήριον, die Thatkraft, den Unternehmungsgeist, dem ἄπραγμον entgegensetzt, 2, 63; Plut. vrbdt τὸ δρ. καὶ τὸ γαῦρον Fab. 19. Von Sachen, wirksam, μηχανή Aesch. Spt. 1032; φάρμακον Eur. Ion 1185; – ῥήματα, verba activa, Ggstz παθητικά, Dion. Hal. iud. de Thuc. 24, öfter. – Adv., Philo. – Bei Nonn. ἔργα, des Dieners.
Greek (Liddell-Scott)
δραστήριος: -ον, ἐνεργητικός, ἀποτελεσματικός, μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· φάρμακον Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., δραστηριότης, ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. ῥῆμα, ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) δουλικός, ἔργον Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
actif en parl. de pers. ; ἀνὴρ δραστήριος ἐς τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l’activité ; en parl. de choses efficace, énergique.
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. δρηστήριος Nonn.Par.Eu.Io.13.7
• Morfología: [fem. -α D.C.Epit.Xiph.78.15, Procl.in Prm.908, 918]
I 1eficaz, activo, drástico μηχανή A.Th.1041, φάρμακον E.Io 1185, de pers. ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ. E.Hel.992, cf. Fr.688, ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάντα Th.4.81
•fil. activo, eficiente δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαί principios eficientes de todas las cosas Emp. en S.E.M.7.115, τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριον Aristid.Quint.67.6, φύσις Plot.4.7.4, δύναμις Procl.in Prm.908, 918.
2 en sent. neg. expeditivo, peligroso δόλια καὶ δραστήρια E.Io 985, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια E.Or.1554, γυνὴ ... δραστηρία καὶ συνετή de Cleopatra, D.C.l.c.
3 gram., de la voz verbal activo δραστήρια ῥήματα op. παθητικά D.H.Th.24.5, An.Ox.3.272.15.
4 que produce, productor abs. Didym.Gen.165.11.
II subst.
1 τὸ δ. actividad τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳ Lyr.Adesp. en PAnt.115a.20, cf. M.Ant.6.48
•τὸ δ. efectividad del estilo de Demóstenes, D.H.Dem.21.4.
2 ὁ δ. activista, agitador πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον D.C.23.3.
III adv. δραστηρίως activamente, con eficacia ὅταν ... δ. ἐνεργῇ de la alegría, Ph.1.104, δ. καὶ δημιουργικῶς Syrian.in Metaph.82.31, cf. Iul.Ep.10.403d, Hierocl.in CA 26.9.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM δραστήριος, -ον, Μ και -ιος, -ία, -ον)
1. ενεργητικός, ικανός για δράση
2. γόνιμος, αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός
2. δουλικός.
Greek Monotonic
δραστήριος: -ον (δράω),·
1. ενεργητικός, αποτελεσματικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ δρ., δραστηριότητα, ενεργητικότητα, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, αυθάδης, ξεδιάντροπος, θρασύς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δραστήριος:
1) деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный (ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὶ δ. Plut.);
2) действительный, сильно действующий (μηχανή Aesch.; φάρμακον Eur.);
3) возбуждающий, поощряющий (ἔπαινος ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.);
4) дерзкий, дерзновенный: τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια Eur. возмутительные и дерзкие поступки;
5) грам. активный, действительного залога (ῥήματα).
Middle Liddell
δραστήριος, ον adj adj δράω
1. vigorous, active, efficacious, Aesch., Eur.: τὸ δραστήριον activity, energy, Thuc.
2. in bad sense, audacious, Eur.