παράρρυμα: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pararryma
|Transliteration C=pararryma
|Beta Code=para/rruma
|Beta Code=para/rruma
|Definition=or παράρῡμα, ατος, τό, (<b class="b3">ἐρύω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything drawn along</b> or <b class="b2">over something</b> : </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">leathern</b> or <b class="b2">hair curtain, stretched along</b> the sides of ships to protect the men, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.6.19</span>, <span class="title">IG</span>22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.<span class="bibl">Ath.5.208c</span> (Casaubon for <b class="b3">παρατρήματα</b>), <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span> 35.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ποδός</b> <b class="b2">covering</b> for the foot, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>527</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> pl., of <b class="b2">fasteners</b> for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. <b class="b3">παραρραμμάτων</b>).</span>
|Definition=or παράρῡμα, ατος, τό, (<b class="b3">ἐρύω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything drawn along</b> or <b class="b2">over something</b> : </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> [[leathern]] or <b class="b2">hair curtain, stretched along</b> the sides of ships to protect the men, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.6.19</span>, <span class="title">IG</span>22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.<span class="bibl">Ath.5.208c</span> (Casaubon for <b class="b3">παρατρήματα</b>), <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span> 35.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ποδός</b> [[covering]] for the foot, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>527</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> pl., of [[fasteners]] for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. <b class="b3">παραρραμμάτων</b>).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:55, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρρῡμα Medium diacritics: παράρρυμα Low diacritics: παράρρυμα Capitals: ΠΑΡΑΡΡΥΜΑ
Transliteration A: parárryma Transliteration B: pararryma Transliteration C: pararryma Beta Code: para/rruma

English (LSJ)

or παράρῡμα, ατος, τό, (ἐρύω A)

   A anything drawn along or over something :    1 leathern or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, X.HG1.6.19, IG22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.Ath.5.208c (Casaubon for παρατρήματα), LXXEx. 35.11.    2 π. ποδός covering for the foot, S.Fr.527.    3 pl., of fasteners for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. παραρραμμάτων).

Greek (Liddell-Scott)

παράρρῡμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον παρά τι καὶ χρησιμεῦον ὡς παράφραγμα: 1) παραπέτασμα δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων χάριν προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ ταῦτα καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) παράρρυμα ποδός, κάλυμμα τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς κάλλος. τινὲς δὲ σχοινίον ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ ὑπόδημα».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
toile qu’on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger.
Étymologie: παρά, ῥύομαι.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς της μπάντας
αρχ.
1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του
2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών
3. το δέσιμο τών επιδέσμων
4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].

Greek Monotonic

παράρρῡμα: -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο παραπέτασμα που απλώνεται στα πλευρά των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).

Russian (Dvoretsky)

παράρρῡμα: ατος τό
1) боковой корабельный щит (кожаный или волосяной, для защиты от неприятельских стрел) Xen.;
2) предполож. обувь или нижняя часть одежды (закрывающая ноги) Soph.

Middle Liddell

παράρ-ρῡμα, ατος, τό,
anything drawn along the side: a leathern or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, Xen.