ἐπίθημα: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epithima | |Transliteration C=epithima | ||
|Beta Code=e)pi/qhma | |Beta Code=e)pi/qhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">something put on</b> (cf. [[ἐπίθεμα]]): hence, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span>. | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">something put on</b> (cf. [[ἐπίθεμα]]): hence, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span>. [[lid]], [[cover]], <b class="b3">φωριαμῶν ἐπιθήματα</b> [[lids]] of chests, <span class="bibl">Il.24.228</span>, cf. <span class="bibl">Hippon.56</span>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>2.26</span>, <span class="bibl">Hdt.1.48</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>68.3</span>, <span class="title">IG</span>22.1408; <b class="b3">ἀσπίδα ἐ. τῷ φρέατι</b> παράθες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>295</span>; τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελών <span class="bibl">Hegesipp.Com.1.13</span>; [[slab]], used as the top of a table, <span class="bibl">Ath.2.49a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. <b class="b2">monument, sepulchral</b> [[figure]], <span class="bibl">Is.2.36</span>, <span class="bibl">Paus.1.2.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span>. [[head]] of a spear, <span class="bibl">D.S.5.30</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span>. [[device]] on a shield, <span class="bibl">Paus.5.25.9</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span>. Medic., [[application]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span> 1.1</span>, <span class="bibl">2.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A something put on (cf. ἐπίθεμα): hence, 1. lid, cover, φωριαμῶν ἐπιθήματα lids of chests, Il.24.228, cf. Hippon.56, Hp. Morb.2.26, Hdt.1.48, Arist.Ath.68.3, IG22.1408; ἀσπίδα ἐ. τῷ φρέατι παράθες Ar.Fr.295; τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp.Com.1.13; slab, used as the top of a table, Ath.2.49a. 2. monument, sepulchral figure, Is.2.36, Paus.1.2.3. 3. head of a spear, D.S.5.30. 4. device on a shield, Paus.5.25.9. 5. Medic., application, Aret.CA 1.1, 2.2.
German (Pape)
[Seite 943] τό, = ἐπίθεμα, Deckel, φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔθαψα καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als ἐπίθεμα, vgl. Lob. Phryn. 249.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθημα: τὸ, πᾶν ὅ τι ἐπιτίθεται (πρβλ. ἐπίθεμα), ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2663· ἐντεῦθεν, 1) ἐπικάλυμμα, σκέπασμα, Τουρκ. «καπάκι», φωριαμῶν ἐπιθήματα, «κιβωτίων πώματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 228, πρβλ. Ἱππών. 47 (41). Ἡρόδ. 1. 48· ἀσπίδα ἐπ. τῷ φρέατι παράθες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. (ἴδε Δινδ. 2, σ. 505)· τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελὼν Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· τὸ ἐπίπεδον τῆς τραπέζης, ἡ ἐπιφάνεια αὐτῆς, τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων Ἀθην. 49Α. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου τιθέμενον μνημεῖον ἢ ἄγαλμα, ἢ ἁπλῶς κάλυμμα, ἔθαψα… καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Ἰσαῖος 2. 36, Πλουτ. Νουμᾶς 22, Παυσ. 1. 2, 3., 43. 8., 2. 7, 2 κτλ. 3) ἡ αἰχμὴ δόρατος, ἐπιδορατίς, Διόδ. 5. 30. 4) ἐπίσημον, διακριτικὸν σημεῖον, ὅτου δὲ ὁ ἀλεκτρυών ἐστιν ἐπίθημα τῇ ἀσπίδι, κτλ., Παυσ. 5. 25, 9.- Πρβλ. σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. σ. 249.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
litt. ce qu’on pose sur :
1 couvercle;
2 statue, colonne funéraire, ornement sur un tombeau.
Étymologie: ἐπιτίθημι.
English (Autenrieth)
(τίθημι): lid of a chest, pl., Il. 24.228†.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίθημα) επιτίθημι
νεοελλ.
(γλωσσολ.) παραγωγική κατάληξη λέξεων
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται πάνω σε κάτι, επομ. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι
2. επιφάνεια τραπεζιού
3. επιτάφιο μνημείο ή άγαλμα ή παράσταση
4. η αιχμή του δόρατος
5. το επίσημο της ασπίδας, δηλ. το διακριτικό σήμα στην εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας
6. ιατρ. επίθεση φαρμάκου.
Greek Monotonic
ἐπίθημα: -ατος, τό,
1. κάτι που τοποθετείται πάνω σε, καπάκι, σκέπασμα, επικάλυμμα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. μνημείο, άγαλμα τάφου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίθημα: ατος τό
1) крышка (φωριαμῶν ἐπιθήματα Hom.; χύτρας Anth.): χάλκεον ἐ. ἐπιθείς Her. накрыв (котел) медной крышкой;
2) намогильный памятник (θάψαι καὶ ἐ. ἐπιθεῖναι Isae.);
3) наконечник (λόγχαι ἐπιθήματα ἔχουσαι Diod.).
Middle Liddell
ἐπίθημα, ατος, τό,
1. something put on, a lid, cover, Il., Hdt.
2. a sepulchral figure, Plut.