ἀντιλαγχάνω: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antilagchano | |Transliteration C=antilagchano | ||
|Beta Code=a)ntilagxa/nw | |Beta Code=a)ntilagxa/nw | ||
|Definition=pf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -είληχα <span class="bibl">D.40.3</span>:—as law-term, | |Definition=pf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -είληχα <span class="bibl">D.40.3</span>:—as law-term, [[move for a rehearing of a suit]], when the case had gone by default, ἀ. δίαιταν <span class="bibl">Id.21.86</span>; <b class="b3">ἀ. τὴν μὴ οὖσαν</b> (sc. <b class="b3">δίαιταν</b>) ib.90, cf. <span class="bibl">Poll.8.61</span>, Hsch.; <b class="b3">τὴν ἔρημον</b> (sc. <b class="b3">δίκην</b>) ἀ. <span class="bibl">D.32.27</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">enter an exceptive plea</b>, οἱ νόμοι διδόασι τὰς παραγραφὰς ἀντιλαγχάνειν <span class="bibl">Id.37.33</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">bring counteraction</b>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:05, 30 June 2020
English (LSJ)
pf.
A -είληχα D.40.3:—as law-term, move for a rehearing of a suit, when the case had gone by default, ἀ. δίαιταν Id.21.86; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίαιταν) ib.90, cf. Poll.8.61, Hsch.; τὴν ἔρημον (sc. δίκην) ἀ. D.32.27. II enter an exceptive plea, οἱ νόμοι διδόασι τὰς παραγραφὰς ἀντιλαγχάνειν Id.37.33. III bring counteraction, Procop.Arc.17.
German (Pape)
[Seite 254] (s. λαγχάνω), dagegen durchs Loos erlangen; δίκην, eine Klage gegen ein gefälltes Urtheil erheben, z. B. δίκην ἔρημον ἀντιλαχεῖν Dem. 32, 27, gegen ein Contumacialurtheil auf restitutio in integrum klagen; vgl. Poll. 8, 61; τὴν μὴ οὖσαν, sc. δίκην, gegen eine Entscheidung als ungültig protestiren, Dem. 21, 90; παραγραφήν 37, 33; ἀντειλήχασιν 40, 3. Vgl. Hermann's Staatsalterth. §. 145, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: πρκμ. -είληχα Δημ. 1009. 4: - ὡς νομικὸς ὅρος, ἀντ. δίαιταν, «ἀντιλαχεῖν, ἀντικαλέσαι ἐστὶν» Α. Β. 184. 29. - «τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ λαχόντα ἐρήμην ὄφλειν, καὶ πάλιν ἐπὶ τὰ αὐτὰ δικάζεσθαι» Ἡσύχ. - τὴν μὴ οὖσαν (δίκην) ἀντιλαχεῖν ἐξῆν αὐτῷ δήπου, ἐπετρέπετο νὰ διαμαρτυρηθῇ κατ’ αὐτῆς ὡς ἀκύρου, Δημ. 543. 14· ἵνα... τὴν ἔρημον (ἐνν. δίκην) ἀντιλάχῃ, κατορθώσῃ νὰ τὴν ἀναιρέσῃ ὡς ἄδικον, ὁ αὐτ. 889. 23· ἀντ. τὰς παραγραφὰς ὁ αὐτ. 976. 24: - πρβλ. Att. Process. 756.
French (Bailly abrégé)
obtenir en partage à son tour ou à l’encontre ; t. de droit intenter une action en nullité, déposer une action reconventionnelle, soulever une exception.
Étymologie: ἀντί, λαγχάνω.
Spanish (DGE)
jur.
1 recurrir contra δίαιταν D.21.86, τὴν μὴ οὖσαν (δίαιταν) D.21.90, 39.38.
2 alegar excepciones τὰς παραγραφάς D.37.33.
3 demandar a su vez δίκην οὐ γεγονότων ἐγκλημάτων ἀντιλαχοῦσαι τοὺς ἄνδρας ὑπῆγον Procop.Arc.17.24.
Greek Monolingual
ἀντιλαγχάνω (AM)
μσν.
υποβάλλω αντικαταγγελία, αγωγή «κατ' ένστασιν»
αρχ.
1. ζητώ ή επιτυγχάνω επανεκδίκαση υπόθεσης
2. υποβάλλω ένσταση για ακυρότητα δίκης ή επιτυγχάνω την αποδοχή αυτής της ένστασης.
Greek Monotonic
ἀντιλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· ως νομικός όρος, ἀντ. δίαιταν, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) διαιτησία, δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· ἀντ. ἔρημον (ενν. τὴν δίκην), κατορθώνω να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλαγχάνω: (pf. ἀντείληχα) юр. обжаловать, опротестовывать (παραγραφήν Dem.): ἀ. δίαιταν Dem. обжаловать решение третейского суда; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίκην) Dem. возбуждать ходатайство об отмене судебного решения; ἀ. ἔρημον (sc. δίκην) Dem. опротестовывать вынесенное заочно решение.
Middle Liddell
as a law-term, ἀντ. δίαιταν to have a new arbitration granted, i. e. to get the old one set aside, Dem.; ἀντ. ἔρημον (sc. τὴν δίκην) to get it set aside by default, Dem.