κυφός: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyfos | |Transliteration C=kyfos | ||
|Beta Code=kufo/s | |Beta Code=kufo/s | ||
|Definition=ή, όν, (κύπτω, κέκῡφα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bent forwards]], [[stooping]], [[hunchbacked]], ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη <span class="bibl">Od.2.16</span>; <b class="b3">κ. ἀνήρ, πρεσβύτης</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 703</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>266</span>; <b class="b3">σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ</b>., in [[curvature]] of the spine, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>41</span>; τρίγλαι κ. <span class="bibl">Epich.64</span>; freq. of shrimps, from their form, <span class="bibl">Eub.111</span>, <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span>64</span>, <span class="title">AP</span>5.184 (Asclep.); <b class="b3">τῶν καρίδων αἱ κυφαί</b> [[shrimps]], e.g. | |Definition=ή, όν, (κύπτω, κέκῡφα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bent forwards]], [[stooping]], [[hunchbacked]], ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη <span class="bibl">Od.2.16</span>; <b class="b3">κ. ἀνήρ, πρεσβύτης</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 703</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>266</span>; <b class="b3">σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ</b>., in [[curvature]] of the spine, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>41</span>; τρίγλαι κ. <span class="bibl">Epich.64</span>; freq. of shrimps, from their form, <span class="bibl">Eub.111</span>, <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span>64</span>, <span class="title">AP</span>5.184 (Asclep.); <b class="b3">τῶν καρίδων αἱ κυφαί</b> [[shrimps]], e.g. [[Palaemon squilla]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>525b1</span>, cf.<span class="bibl">549b12</span>; of birds, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>710b18</span>; also ὑπὸ κ. ἄροτρον <span class="title">IG</span>14.2012.14 (Sulp. Max.); cf. κύφων <span class="bibl">1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[curved]], [[round]], of a cup, <span class="bibl">Ath.11.482e</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν, (κύπτω, κέκῡφα)
A bent forwards, stooping, hunchbacked, ὃς δὴ γήραϊ κ. ἔην καὶ μυρία ᾔδη Od.2.16; κ. ἀνήρ, πρεσβύτης, Ar.Ach. 703, Pl.266; σφόνδυλοι ἕλκονται ἐς τὸ κ., in curvature of the spine, Hp.Art.41; τρίγλαι κ. Epich.64; freq. of shrimps, from their form, Eub.111, Matro Conv.64, AP5.184 (Asclep.); τῶν καρίδων αἱ κυφαί shrimps, e.g. Palaemon squilla, Arist.HA525b1, cf.549b12; of birds, Id.IA710b18; also ὑπὸ κ. ἄροτρον IG14.2012.14 (Sulp. Max.); cf. κύφων 1. II curved, round, of a cup, Ath.11.482e.
German (Pape)
[Seite 1539] (vgl. κύπτω), vornüber gebogen, gebückt, gekrümmt; γήραϊ κυφός Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ γῆρας D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).
Greek (Liddell-Scott)
κῡφός: -ή, -όν, (κύπτω, κέκῡφα) κεκλιμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυρτωμένος, κύπτων, «καμπούρης» (πρβλ. λορδός), ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη Ὀδ. Β. 16· κ. ἀνήρ, κ. πρεσβύτης Ἀριστοφ. Ἀχ. 703, Πλ. 266· ἕλκεσθαι ἐς κυφόν, ἔχειν κύρτωμα τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806· τρίγλαι κ. Ἐπίχ. 37 Ahr.· συχν. ἐπὶ καρίδων ἕνεκα τοῦ σχήματος αὐτῶν, Εὔβουλ. ἐν «Τιτθαῖς» 4, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α, Ἀνθ. Π. 5. 185· ἀλλὰ διὰ τοῦ: τῶν καρίδων αἱ κυφαὶ ὁ Ἀριστ. χαρακτηρίζει εἶδός τι αὐτῶν ἰδιαίτερον, τῶν καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κράγγονες καὶ τὸ μικρὸν γένος π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2., 5. 17, 8· ὑπὸ κ. ἄροτρον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 14. ΙΙ. κεκυρτωμένος, στρογγύλος, ἐπὶ ποτηρίου, Ἀθήν. 482Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
courbé en avant, voûté.
Étymologie: R. Κυφ, être courbe ; cf. κύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κυφός, -ή, -όν)
αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, που η σπονδυλική του στήλη παρουσιάζει κύφωση, σκυφτός, καμπουριασμένος («τῷ γὰρ εἰκὸς ἄνδρα κυφόν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (για ποτήρι) κοίλος, κυρτωμένος, στρογγυλός
2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ κυφαί
ένα από τα είδη τών γαρίδων («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
3. φρ. «ἕλκονται ἐς τὸ κυφόν» — έχουν κύρτωμα στη ράχη (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κύπτω.
Greek Monotonic
κῡφός: -ή, -όν (κύπτω), αυτός που γέρνει προς τα εμπρός, λυγισμένος, καμπουριαστός, σκυφτός, κυρτός, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυφός -ή -όν [~ κύπτω] krom, gebocheld:; γήραϊ κυφὸς ἔην hij was krom van ouderdom Od. 2.16; techn.: μήτε λορδὸν μήτε κυφόν noch concaaf noch convex Hp. Fract. 16.
Russian (Dvoretsky)
κῡφός: согнувшийся, согбенный (γήραϊ Hom. и διὰ γῆρας Diog. L.).
Frisk Etymological English
See also: s. κύπτω.
Middle Liddell
κῡφός, ή, όν κύπτω
bent forwards, bent, stooping, hump-backed, Od., Ar.
Frisk Etymology German
κυφός: {kuphós}
See also: s. κύπτω.
Page 2,58