κακόπους: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakopous | |Transliteration C=kakopous | ||
|Beta Code=kako/pous | |Beta Code=kako/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with bad feet]], ἵππος <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.3.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>1.2</span>; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>487b26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.
German (Pape)
[Seite 1302] ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
qui a de vilains pieds ou des pieds faibles.
Étymologie: κακός, πούς.
Greek Monolingual
κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)
αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό-πους, στερεό-πους].
Greek Monotonic
κᾰκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει κακά πόδια, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόπους -πουν, gen. -ποδος [κακός, πούς] met zwakke benen of poten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόπους: 2, gen. ποδος имеющий плохие (слабые или некрасивые) ноги (ἵππος Xen.; ὄρνις Arst.).
Middle Liddell
with bad feet, Xen.