μετακιάθω: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metakiatho | |Transliteration C=metakiatho | ||
|Beta Code=metakia/qw | |Beta Code=metakia/qw | ||
|Definition=[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. <b class="b3">μετεκίαθον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[follow after]], ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. <span class="bibl">Il.11.52</span>, cf. <span class="bibl">18.532</span>: c.acc., [[chase]], Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε <span class="bibl">16.685</span>; τὸν δὲ κύνες μ. <span class="bibl">18.581</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[visit]], ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. <span class="bibl">Od.1.22</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>46</span>; | |Definition=[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. <b class="b3">μετεκίαθον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[follow after]], ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. <span class="bibl">Il.11.52</span>, cf. <span class="bibl">18.532</span>: c.acc., [[chase]], Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε <span class="bibl">16.685</span>; τὸν δὲ κύνες μ. <span class="bibl">18.581</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[visit]], ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. <span class="bibl">Od.1.22</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>46</span>; [[go to seek]], <span class="bibl">A.R.3.802</span>; simply, [[come to]], κρήνην <span class="bibl">Id.1.1221</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀλλ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον</b> [[had passed through]] it, <span class="bibl">Il.11.714</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> intr., [[come next]], <span class="bibl">A.R. 1.139</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:57, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. μετεκίαθον,
A follow after, ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. Il.11.52, cf. 18.532: c.acc., chase, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16.685; τὸν δὲ κύνες μ. 18.581. II visit, ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Od.1.22, cf. Call.Dian.46; go to seek, A.R.3.802; simply, come to, κρήνην Id.1.1221. III ἀλλ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον had passed through it, Il.11.714. IV intr., come next, A.R. 1.139.
German (Pape)
[Seite 147] nur verlängerte Aoristform μετεκίαθον, nachgehen, sowohl im feindlichen Sinne, verfolgen, Il. 11, 52. 18, 532, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16, 685, als auch nach Etwas gehen, um es zu holen, zurückzubringen, ταῦρον, nach dem vom Löwen geraubten Stier, 18, 581; auch = zu Einem gehen, um ihn zu besuchen, Αἰθίοπας μετεκίαθε, Od. 1, 22; πᾶν πεδίον, das ganze Gefilde durchstreifen, Il. 11, 714; sp. D., wie Callim.
Greek (Liddell-Scott)
μετᾰκῑάθω: Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον ἐκεῖ ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., καταδιώκω, «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - ἁπλῶς, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· ἔρχομαι εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, αὐτόθι 1221. ΙΙ. ἀπέρχομαι εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 713.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. μετεκίαθον;
1 changer de pays pour aller vers, acc.;
2 aller à travers, acc.;
3 aller à la poursuite de, à la recherche de, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, κιάθω.
English (Autenrieth)
only ipf. μετεκίαθον: go after, pursue, pass over to, traverse, Il. 11.714.
Greek Monolingual
μετακιάθω (Α)
(μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.)
2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.)
3. πηγαίνω σε επίσκεψη
4. μεταβαίνω για αναζήτηση
5. έρχομαι κάπου
6. περνώ διά μέσου, διέρχομαι («ὅτε πᾱν πεδίον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιάθω «κινούμαι, φεύγω»].
Greek Monotonic
μετᾰκῑάθω: μόνο σε παρατ. μετεκίαθον·
I. ακολουθώ, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., καταδιώκω, Τρῶας μετεκίαθε, στο ίδ.
II. πηγαίνω να επισκεφθώ, Αἰθίοπας μετεκίαθε, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μετακῑάθω: (ᾰθ) (только impf. или aor. 2 μετεκίαθον)
1) гнать, преследовать (Τρῶας καὶ Λυκίους Hom.);
2) гнаться, догонять (τὸν ταῦρον κύνες μετεκίαθον Hom.);
3) идти следом, следовать: ἱππῆες ὀλιγον μετεκίαθον Hom. всадники ехали немного поодаль;
4) отправляться (к кому-л.): Αἰθίοπας μετεκίαθε Hom. (Посидон тогда) был в гостях у эфиопов;
5) проходить, переходить, пересекать (πᾶν πεδίον Hom.).
Middle Liddell
imperf. μετεκίαθον only in imperf. μετεκίαθον]
I. to follow after, absol., Il.: c. acc. to chase, Τρῶας μετεκίαθε Il.
II. to go to visit, Αἰθίοπας μετεκίαθε Od.