τύπωμα: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=typoma
|Transliteration C=typoma
|Beta Code=tu/pwma
|Beta Code=tu/pwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is formed</b> or [[moulded]], <b class="b3">τ. χαλκόπλευρον</b>, of a brazen urn, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>54</span>; [[figure]], [[outling]], μορφῆς τ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>162</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">seal-impression</b>, Anon. in <span class="title">Gött.Nachr.</span>1922.35 (cf. 40): hence, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> [[impression]] received in perception, = [[φάντασμα]], Plu.2.1121c.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which is formed]] or [[moulded]], <b class="b3">τ. χαλκόπλευρον</b>, of a brazen urn, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>54</span>; [[figure]], [[outling]], μορφῆς τ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>162</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">seal-impression</b>, Anon. in <span class="title">Gött.Nachr.</span>1922.35 (cf. 40): hence, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> [[impression]] received in perception, = [[φάντασμα]], Plu.2.1121c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:08, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπωμα Medium diacritics: τύπωμα Low diacritics: τύπωμα Capitals: ΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: týpōma Transliteration B: typōma Transliteration C: typoma Beta Code: tu/pwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is formed or moulded, τ. χαλκόπλευρον, of a brazen urn, S.El.54; figure, outling, μορφῆς τ. E.Ph.162.    2 seal-impression, Anon. in Gött.Nachr.1922.35 (cf. 40): hence,    b impression received in perception, = φάντασμα, Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1163] τό, das Geformte, Gebildete, Abgebildete; χαλκόπλευρον, ein aus Kupfer geformter Aschenkrug, Soph. El. 54; μορφῆς, Eur. Phoen. 165; ein Eindruck auf die Sinne, Plut. adv. Col. 25.

Greek (Liddell-Scott)

τύπωμα: [ῠ], τό, (τυπόω) τετυπωμένον, κατεσκευασμένον κατά τινα τύπον, τ. χαλκόπλευρον, ἐπὶ χαλκίνης κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54· σχῆμα, σχέδιον, τ. μορφῆς Εὐρ. Φοίν. 162. ΙΙ. ἐντύπωσις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Πλούτ. 2. 1121C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet modelé (vase, urne);
2 impression sur les sens.
Étymologie: τυπόω.

Greek Monolingual

-ώματος, το, ΝΜΑ τυπῶ
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυπώνω, εκτύπωση («δεν άρχισε ακόμη το τύπωμα του βιβλίου»)
αρχ.
1. αποτύπωματύπωμα χαλκόπλευρον», Σοφ.)
2. μορφή, σχήματύπωμα μορφής», Ευρ.)
3. αυτό που εντυπώνεται στα αισθητήρια ή στον νου («φάντασμα καὶ τύπωμα», Πλούτ.)
4. απόφανση Ρωμαίου αυτοκράτορα ή πάπα σχετικά με νομική ή θρησκευτική αμφισβήτηση.

Greek Monotonic

τύπωμα: [ῠ], τό (τυπόω), αυτό που είναι τυπωμένο, κατασκευασμένο σύμφωνα με κάποιο τύπο, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για χάλκινη κάλπη, σε Σοφ.· σχήμα, περίληψη, σχέδιο, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύπωμα -ατος, τό [τυπόω] urn:. τύπωμα χαλκόπλευρον een bronzen urn Soph. El. 54. vorm, figuur:. μορφῆς τύπωμα de vorm van zijn figuur Eur. Phoen. 162.

Russian (Dvoretsky)

τύπωμα: ατος (ῠ) τό
1) очерк, очертания: μορφῆς τ. Eur. контур, силуэт;
2) сосуд, урна (τ. χαλκόπλευρον Soph.);
3) отображение, впечатление Plut.

Middle Liddell

τύ˘πωμα, ατος, τό, τυπόω
that which is moulded, τ. χαλκόπλευρον, of a brazen urn, Soph.: a figure, outline, Eur.