ἀσαφής: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[indistinct]] to the senses, dim, [[faint]], Thuc.; or to the [[mind]], dim, [[obscure]], Soph., Thuc.; νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν by [[night]] one sees [[less]] [[distinctly]], Xen.: —adv. -φῶς, [[obscurely]], [[ἀσαφῶς]] ποτέρων ἀρξάντων without [[knowing]] [[which]] began, Thuc.
|mdlsjtxt=<br />[[indistinct]] to the senses, dim, [[faint]], Thuc.; or to the [[mind]], dim, [[obscure]], Soph., Thuc.; νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν by [[night]] one sees [[less]] [[distinctly]], Xen.: —adv. -φῶς, [[obscurely]], [[ἀσαφῶς]] ποτέρων ἀρξάντων without [[knowing]] [[which]] began, Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[abstruse]], [[dim]], [[doubtful]], [[faint]], [[incoherent]], [[indistinct]], [[intricate]], [[mysterious]], [[obscure]], [[problematical]], [[undiscoverable]], [[vague]], [[difficult to understand]], [[hard to fathom]], [[hard to understand]], [[hard to unravel]], [[ill-defined]], [[not clear]], [[not understood]]
}}
}}

Revision as of 16:15, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσαφής Medium diacritics: ἀσαφής Low diacritics: ασαφής Capitals: ΑΣΑΦΗΣ
Transliteration A: asaphḗs Transliteration B: asaphēs Transliteration C: asafis Beta Code: a)safh/s

English (LSJ)

ές,

   A indistinct (to the senses), dim, faint, σημεῖα Th.3.22; σκιαγραφία Pl.Criti.107d; indistinct (to the mind), uncertain, obscure, πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT439; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4; ἀ. πέλαγος AP 12.156; inarticulate, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.ιγ; of sounds, Arist. Aud.801b21; φθέγματα Epigr.Gr.1003.6.    2 of persons, obscure, διδάσκαλος Pl.R.392d.    II Adv. -φῶς obscurely, Id.Cra.427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.

German (Pape)

[Seite 368] ές, undeutlich, dunkel, ἀσαφῆ λέγειν Soph. O. R. 439; σημεῖα Thuc. 3, 22; διδάσκαλος Plat. Rep. III, 392 d; ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα Prot. 316 a; Pol. 1. 41, 7; ἴχνη λεπτὰ καὶ ἀσ, Xen. Cyn. 5, 5; aber νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν Xen. Mem. 4, 3, 4 = bei Nacht sieht man minder deutlich. – Adv., Thuc. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσαφής: -ές, ὁ μὴ σαφής, δυσδιάκριτος (εἰς τὰς αἰσθήσεις), σκοτεινός, ἀμυδρός, ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· σκιαγραφία Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ἀβέβαιος, πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. γλῶσσα Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, διδάσκαλος Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, ἀντί, ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; fig. difficile à comprendre, obscur;
Cp. ἀσαφέστερος.
Étymologie: ἀ, σαφής.

Spanish (DGE)

(ἀσᾰφής) -ές
1 poco claro σκιαγραφία Pl.Criti.107d, νύξ X.Mem.4.3.4, πέλαγος AP 12.156
de signos, palabras o sonidos πάντ' ... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439, τοῦτ' ἀσαφὲς ἐν κοινῷ σκοπεῖν E.Or.27, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.13, σημεῖα Th.3.22, τὰ λεγόμενα Pl.Prt.316a, ἴχνη X.Cyn.5.5, φωναί Arist.Aud.801b21, φθέγγματα Col.Memn.947 (Caec.Treb.), κρίσις Ptol.Iudic.7.1, χρησμός D.C.Epit.7.25.2, λόγος Aristid.Quint.66.5, del libro de Heráclito ἐπιτηδεύσας ἀσαφέστερον γράψαι tras haberlo escrito deliberadamente con poca claridad D.L.9.6 (= Heraclit.A 1), de pers. o acciones Παρμενίδης Procl.in Ti.1.345.13 (= Parm.A 17), ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων Ar.Ra.1122, βούλησις Th.4.108, γελοῖος ... ἔοικα διδάσκαλος εἶναι καὶ ἀ. Pl.R.392d, ἀσαφεστέρα ἔσται ἡ ζήτησις οὗ ζητοῦμεν Pl.R.571a, ὄγκος Plu.2.161a, subst. τὸν ἀσαφέστερον ἐάσαντες Plu.2.743a
invisible ἄνδρες ... ἀσαφεῖς τὰ σκέλη Philostr.Im.1.4.
2 adv. -ῶς, -έως con poca claridad ἀ. διαλέγεσθαι Hp.Epid.6.7.1, πολεμοῦνται ἀ. ποτέρων ἀρξάντων están envueltos en la guerra sin que haya claridad de quiénes la comenzaron Th.4.20, ἀ. λέγειν Pl.Cra.427d, cf. Pl.Ti.54b, ἐνδείκνυσθαι Gal.8.3, de perras μεταθέουσι ... ἀσαφῶς persiguen con titubeo X.Cyn.3.10.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσαφής, -ές) σαφής
αυτός που δεν είναι σαφής, που δεν διακρίνεται καθαρά ή δεν είναι εύκολα κατανοητός.

Greek Monotonic

ἀσᾰφής: -ές, ακαθόριστος στις αισθήσεις, αμυδρός, δυσδιάκριτος, ασαφής, σε Θουκ.· ή στο μυαλό, συγκεχυμένος, δυσνόητος, σε Σοφ., Θουκ.· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, κατά τη διάρκεια της νύχτας βλέπει κανείς λιγότερο καθαρά, σε Ξεν.· επίρρ. -φῶς, σκοτεινά, θολά, δυσνότητα, ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρίς να ξέρουμε ποιος άρχισε πρώτος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσᾰφής:
1) неясный (σημεῖα Thuc.; τὰ λεγόμενα Plat., Polyb.; ἴχνη Xen.; φωναί Arst.; ὄγκος ἀ. καὶ ἄσημος Plut.);
2) непонятно говорящий (διδάσκαλος Plat.);
3) мешающий ясно видеть, темный (νύξ Xen.).

Middle Liddell


indistinct to the senses, dim, faint, Thuc.; or to the mind, dim, obscure, Soph., Thuc.; νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, Xen.: —adv. -φῶς, obscurely, ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Thuc.

English (Woodhouse)

abstruse, dim, doubtful, faint, incoherent, indistinct, intricate, mysterious, obscure, problematical, undiscoverable, vague, difficult to understand, hard to fathom, hard to understand, hard to unravel, ill-defined, not clear, not understood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)