βραχύνω: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - ". [[to be " to ". to [[be ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrachyno | |Transliteration C=vrachyno | ||
|Beta Code=braxu/nw | |Beta Code=braxu/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[abridge]], [[shorten]], i. e. [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[abridge]], [[shorten]], i. e. to [[be a sign of a brief attack]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Aph.</span>1.12</span>; [[use as short]], συλλαβήν Pl.<span class="title">Per.</span>4:—Pass., opp. <b class="b3">μηκύνομαι</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>55</span>; -όμενον φωνῆεν <span class="bibl">Heph.1.1</span>, <span class="bibl">D.T.633</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:31, 5 July 2020
English (LSJ)
A abridge, shorten, i. e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.
German (Pape)
[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
French (Bailly abrégé)
f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.
Spanish (DGE)
I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
•en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.
Greek Monolingual
(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
Greek Monotonic
βρᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, συντομεύω, μικραίνω, περικόπτω, μεταχειρίζομαι κάτι ως βραχύ, συλλαβήν, χρησιμοποιώ ως βραχεία συλλαβή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύνω: сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).
Middle Liddell
fut. υνῶ, to shorten, to use as a short syllable, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχύνω βραχύς bekorten :. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1.