στίβη: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ἡ</b>" to "ῐ], ἡ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stivi
|Transliteration C=stivi
|Beta Code=sti/bh
|Beta Code=sti/bh
|Definition=[ῐ], ἡ,= <b class="b3">στίμμι</b>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.118</span> B., <span class="title">AB</span>114. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">στιβή, ἡ</b>,= [[stipa]], Gloss. (fort. <b class="b3">στοιβή</b>,= [[stuppa]]).</span><br /><span class="bld">στίβ-η</span> [ῑ], ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rime]], [[hoar frost]], <span class="bibl">Od.5.467</span>, <span class="bibl">17.25</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>33</span>. (Perh. cogn. with <b class="b3">στέαρ</b>.) </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>= <b class="b3">ἀνδράχνη</b>, Hsch.</span>
|Definition=[ῐ], ἡ,= [[στίμμι]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.118</span> B., <span class="title">AB</span>114. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">στιβή, ἡ</b>,= [[stipa]], Gloss. (fort. [[στοιβή]],= [[stuppa]]).</span><br /><span class="bld">στίβ-η</span> [ῑ], ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rime]], [[hoar frost]], <span class="bibl">Od.5.467</span>, <span class="bibl">17.25</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>33</span>. (Perh. cogn. with [[στέαρ]].) </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>= [[ἀνδράχνη]], Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίβη Medium diacritics: στίβη Low diacritics: στίβη Capitals: ΣΤΙΒΗ
Transliteration A: stíbē Transliteration B: stibē Transliteration C: stivi Beta Code: sti/bh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,= στίμμι, Phryn.PSp.118 B., AB114.    II στιβή, ἡ,= stipa, Gloss. (fort. στοιβή,= stuppa).
στίβ-η [ῑ], ἡ,

   A rime, hoar frost, Od.5.467, 17.25, Call.Epigr.33. (Perh. cogn. with στέαρ.)    II= ἀνδράχνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von στείβω, wie πάγος, πάχνη von πήγνυμι). – 2) = στίβι, B. A. 68. 114, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

στίβη: [ῑ], ἡ, πεπηγυῖα δρόσος, πάχνη, Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ στείβω, ὡς τὸ πάγος, πάχνη, ἐκ τοῦ πήγνυμι).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gelée blanche.
Étymologie: στείβω.

English (Autenrieth)

(στει<<><>>βω): rime, hoar-frost, Od. 5.467 and Od. 17.25.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ' ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό --, πιθ. εκφραστικό (πρβλ. στῖφος). Η σημ. της λ. στίβη «παγωμένη πρωϊνή δροσιά, πάχνη» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ακαμψία την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή δροσιά, όπως και η σημ. του επιθ. στιβαρός «συμπαγής» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. στείβω «συμπιέζω, συμπυκνώνω»].
(II)
ἡ, Α
το στίμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στῖβι, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

στίβη: [ῑ], ἡ (στείβω;), παγωμένη δροσοσταλίδα, πάχνη, παγετός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

στίβη: (ῑ) ἡ иней, изморозь Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στίβη -ης, ἡ [~ στείβω] vrieskou, vorst:. μή μ ( ε )... στίβη... κακὴ... δαμάσῃ als de bittere kou me maar niet fataal wordt Od. 5.467.

Middle Liddell

στί¯βη, ἡ, στείβω?]
frozen dew, rime, hoar frost, Od.