μυρεψός: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrepsos
|Transliteration C=myrepsos
|Beta Code=mureyo/s
|Beta Code=mureyo/s
|Definition=ὁ, (μύρον, ἕψω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who boils and prepares unguents, perfumer</b>, <span class="bibl">Critias 68</span> D., <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1206a27</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>6.14.11</span>: fem. in <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>8.13</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.3.5</span>.</span>
|Definition=ὁ, (μύρον, ἕψω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who boils and prepares unguents, perfumer</b>, <span class="bibl">Critias 68</span> D., <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1206a27</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>6.14.11</span>: fem. in <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>8.13</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.3.5</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:04, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρεψός Medium diacritics: μυρεψός Low diacritics: μυρεψός Capitals: ΜΥΡΕΨΟΣ
Transliteration A: myrepsós Transliteration B: myrepsos Transliteration C: myrepsos Beta Code: mureyo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύρον, ἕψω)    A one who boils and prepares unguents, perfumer, Critias 68 D., Arist.MM1206a27, Thphr.HP4.2.6, CP6.14.11: fem. in LXX 1 Ki.8.13, J.AJ6.3.5.

German (Pape)

[Seite 218] wohlriechende Salben kochend, Salbenkoch; Gritias bei Poll. 7, 177; Plut. Pericl. 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρεψός: ὁ, (μύρον, ἕψω) ὁ βράζων καὶ παρασκευάζων μύρα, Κριτίας 58, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 7, 30· θηλ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Η΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui concerne les parfums.
Étymologie: μύρον, ἕψω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.)
μσν.
μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἕψω «ψήνω» (πρβλ. λιν-εψός, χυτρ-εψός). Ο τ. μυροψός εμφανίζει -ο- αντί του -ε- (πρβλ. χαμόμηλο και χαμαίμηλο, ποδόλατος και ποδήλατος) ως συνδετικό φωνήεν, γιατί ήδη από τους αρχαίους χρόνους το φωνήεν -ο- θεωρήθηκε ως το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν και η χρήση του επεκτάθηκε αντικαθιστώντας στη σύνθεση τα λοιπά φωνήεντα].

Greek Monotonic

μῠρεψός: ὁ (μύρον, ἕψω), αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, αρωματοποιός.

Russian (Dvoretsky)

μῠρεψός: ὁ изготовляющий благовонные снадобья, парфюмер Arph., Plut.

Middle Liddell

μῠρ-εψός, οῦ, ὁ, μύρον, ἕψω]
one who prepares unguents. a perfumer.