ἀρτίστομος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artistomos | |Transliteration C=artistomos | ||
|Beta Code=a)rti/stomos | |Beta Code=a)rti/stomos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[speaking in good idiom]], or [[with precision]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>38</span>, Suid. Adv. -μως <span class="bibl">Poll.6.150</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[with a good mouth]] or [[opening]], κόλπος <span class="bibl">Str.5.4.5</span>; λιμήν <span class="bibl">Id.17.1.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀ. βέλεα</b> [[evenly tipped]], i. e. [[not sharp]] or [[jagged]] (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>11</span>; so <b class="b3">ἀ. ξὸΐς</b> [[plain]] chisel (not toothed), <span class="title">IG</span>7.3073.148 (Lebad.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:36, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A speaking in good idiom, or with precision, Plu.Cor.38, Suid. Adv. -μως Poll.6.150. II with a good mouth or opening, κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6. III ἀ. βέλεα evenly tipped, i. e. not sharp or jagged (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.VC11; so ἀ. ξὸΐς plain chisel (not toothed), IG7.3073.148 (Lebad.).
German (Pape)
[Seite 362] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, κόλπος Strab. 5, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίστομος: -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν ἰδίωμα ἢ μετὰ σαφηνείας ἤτοι ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω Διονύσιος» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν στόμιον, εἴσοδον, κόλπος ἀγχιβαθὴς καὶ ἀρτίστομος Στράβ. 244· ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ ἀμφίστομος. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ βέλος ἄνευ ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι μάλιστα τὸ ὀστέον... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα πανταχόθεν ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prononce bien, qui articule nettement.
Étymologie: ἄρτι, στόμα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. de recta pronunciación, a quien no se le traba la lengua Plu.Cor.38, Ael.Fr.315, cf. Dionysius (?) en Sud.
2 náut. de buena boca o entrada λιμήν Str.17.1.6, κόλπος Str.5.4.5.
3 de punta o filo limpio e.d. sin hendiduras o mellas βέλεα Hp.VC 11, cf. Gal.19.86.
II adv. -ως con correcta pronunciación Poll.6.150.
Greek Monolingual
ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].
Greek Monotonic
ἀρτίστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά σε καλό ιδίωμα ή με ακρίβεια, με σαφήνεια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίστομος: хорошо изъясняющийся, ясный (διάλεκτος Plut.).