ὀρεσκῷος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreskoos
|Transliteration C=oreskoos
|Beta Code=o)reskw=&#x007C;os
|Beta Code=o)reskw=&#x007C;os
|Definition=ον, (ὄρος, κεῖμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lying on mountains, mountain-bred, wild</b>, of the Centaurs, Φῆρες <span class="bibl">Il.1.268</span> ; Κένταυροι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>79.5</span> ; [[αἶγες]] <span class="bibl">Od.9.155</span> :—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>532</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1277</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Cyc.</span>247</span> ; also in Archil. ap. <span class="title">Lex.Mess.</span>p.409.</span>
|Definition=ον, (ὄρος, κεῖμαι) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lying on mountains, mountain-bred, wild</b>, of the Centaurs, Φῆρες <span class="bibl">Il.1.268</span> ; Κένταυροι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>79.5</span> ; [[αἶγες]] <span class="bibl">Od.9.155</span> :—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>532</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1277</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Cyc.</span>247</span> ; also in Archil. ap. <span class="title">Lex.Mess.</span>p.409.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:35, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσκῷος Medium diacritics: ὀρεσκῷος Low diacritics: ορεσκώος Capitals: ΟΡΕΣΚΩΟΣ
Transliteration A: oreskō̂ios Transliteration B: oreskōos Transliteration C: oreskoos Beta Code: o)reskw=|os

English (LSJ)

ον, (ὄρος, κεῖμαι)    A lying on mountains, mountain-bred, wild, of the Centaurs, Φῆρες Il.1.268 ; Κένταυροι Hes.Fr.79.5 ; αἶγες Od.9.155 :—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, A.Th.532, E.Hipp.1277 (lyr.), Cyc.247 ; also in Archil. ap. Lex.Mess.p.409.

German (Pape)

[Seite 372] wie ὀρεσίκοιτος (von κεῖμαι), in den Bergen sein Lager habend, im Gebirge hausend; ἐμάχοντο φηρσὶν ὀρεσκῴοισι, Il. 1, 268, mit den Kentauren; αἶγες, Od. 9, 155; verschiedene Erklärungen der Alten s. beim Schol. zu der ersten Stelle u. Strab. VIII, 367; σκύλακες, Eur. Hipp. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσκῷος: -ον, (ὄρος, κεῖμαι) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἀνατραφείς, ὀρεινός, ἄγριος, ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Φῆρες Ἰλ. Α. 268, ἔνθα ἴδε Heyne· Κένταυροι Ἡσ. Ἀποσπ. 31. 5· αἶγες Ὀδ. Ι. 155· - ὁ παρὰ τραγικ. τύπος εἶναι ὀρέσκοος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 532, Εὐρ. Ἱππ. 1277, Κύκλ. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a son gîte ou qui réside dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος, κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.

Greek Monolingual

ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος
2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό ὀρεσ- (< ὄρος [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. κεῖμαι «βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος». Το μακρό φωνήεν - του β' συνθετικού -κῷος (αντί ενός αναμενόμενου -κοῖος), το οποίο οφείλεται κατά μία άποψη σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].

Greek Monotonic

ὀρεσκῷος: -ον (κεῖμαι), αυτός που βρίσκεται στα βουνά, που έχει ανατραφεί στα βουνά, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.· στους Τραγ., ὀρέσκοος, -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ὀρεσ-κῷος, ον, κεῖμαι
lying on mountains, mountainbred, of the Centaurs, Il.; of goats, Od.:—the Trag. form is ὀρέσκους, ουν, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

ὀρεσκῷος: (A 268, ι 155, Hes.Fr. 79, 5),
{oreskōĩos}
Forms: ὀρεσκόος (A., E.)
Meaning: in den Bergen hausend.
Etymology : Zusammenbildung von ὄρος (s.d.) und κεῖμαι mit ο-Abtönung (vgl. z.B. δορυσσόος zu σείω); die unregelmäßige Länge (vgl. aind. -śay-á- liegend) ist wahrscheinlich metr. bedingt, das Jota analogisch nach κοῖτος u.a. Bechtel Lex. s.v. will mit Fick -οι- für -ῳ- schreiben; s. noch Schwyzer 450 A. 4 und 679 A. 4 m. Lit. Eine Neubildung (nach den Adj. auf -ιος) ist ὀρέσκιος Bein. des Dionysos (AP), ebenso ὀρεσκεύω in Bergen wohnen (Nik.).
Page 2,414