ῥομβοειδής: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=romvoeidis | |Transliteration C=romvoeidis | ||
|Beta Code=r(omboeidh/s | |Beta Code=r(omboeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[rhombus-shaped]], [[rhomboidal]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>35</span>, <span class="bibl">Str.2.1.22</span>, etc.; <b class="b3">ῥ. σχῆμα</b> [[rhomboid]], i.e. a four-sided figure with only the opposite sides and angles equal, <span class="bibl">Euc.1</span> <span class="title">Def.</span>22, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>52.30</span>, Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5, cf. <span class="bibl">Hegesand.37</span>; <b class="b3">τὸ ῥ. στερεόν</b> (v. ῥόμβος B.1 b) <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>410.5</span>:—<b class="b3">τὸ ῥ</b>., a place at Megara, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:45, 13 December 2020
English (LSJ)
ές, A rhombus-shaped, rhomboidal, Hp.Art.35, Str.2.1.22, etc.; ῥ. σχῆμα rhomboid, i.e. a four-sided figure with only the opposite sides and angles equal, Euc.1 Def.22, Ph.Bel.52.30, Ptol. Alm.7.5, cf. Hegesand.37; τὸ ῥ. στερεόν (v. ῥόμβος B.1 b) Simp.in Cael.410.5:—τὸ ῥ., a place at Megara, Plu.Thes.27.
German (Pape)
[Seite 848] ές, von der Gestalt eines ῥόμβος, rhomboidisch, σχῆμα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥομβοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ῥόμβου, ὅμοιος ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. σχῆμα, τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς ἀπέναντι πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, τόπος ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a la forme d’une toupie ou p. suite d’un losange, rhomboïde ; τὸ ῥομβοειδές PLUT le monument en forme de losange, à Mégare.
Étymologie: ῥόμβος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές / ῥομβοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με ρόμβο, αυτός που έχει σχήμα ρόμβου
2. φρ. «ρομβοειδές σχήμα» — τετράπλευρο που έχει τις απέναντι μόνο πλευρές και γωνίες ίσες
3. φρ. «ρομβοειδές στερεό(ν)» — στερεό σχήμα που αποτελείται από δύο κώνους ενωμένους στη βάση τους, όπως είναι η σβούρα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρομβοειδές
μαθ. παραλληλόγραμμο του οποίου οι προσκείμενες πλευρές είναι άνισες και οι γωνίες δεν είναι ορθές
2. φρ. α) «ρομβοειδές τετράπλευρο» (γεωδ.) το τετράπλευρο που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της γεωδαιτικής βάσης κατά την εκτέλεση αυτοτελούς τριγωνομετρικού δικτύου
β) «ρομβοειδής βόθρος»
ανατ. το πρόσθιο τοίχωμα της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου
γ) «ρομβοειδής εγκέφαλος»
ανατ. το μέρος του εγκεφάλου στο πίσω μέρος του κρανίου, που αποτελείται από τη γέφυρα, την παρεγκεφαλίδα και τον προμήκη μυελό
δ) «ρομβοειδής μυς» — μυς της οπίσθιας ραχιαίας επιφάνειας του κορμού, πιο κάτω από τον τραπεζοειδή, που, όταν συστέλλεται, φέρει προς τα άνω και έσω την ωμοπλάτη
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Ῥομβοειδές
τοποθεσία στα Μέγαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος + -ειδής].
Greek Monotonic
ῥομβοειδής: -ές (εἶδος)· αυτός που έχει σχήμα ρόμβου, σε Στράβ.· ῥομβοειδὲς σχῆμα, ρόμβος, τετράπλευρο σχήμα, που έχει μόνο τις απέναντι πλευρές και γωνίες ίσες.
Russian (Dvoretsky)
ῥομβοειδής: ромбовидный (sc. τὸ σχῆμα Plut.).
Middle Liddell
ῥομβο-ειδής, ές εἶδος
rhomboidal, Strab.; ῥ. σχῆμα a rhomboid, a four-sided figure with the opposite sides and angles equal.