άτσαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ ἄτσαλος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατάστατος]], [[ατημέλητος]]<br /><b>2.</b> άπρεπος, [[άκοσμος]]<br /><b>3.</b> [[βρόμικος]]<br /><b>4.</b> κακοφτιαγμένος, [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδέξιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάστατος]] ηθικά, [[επιλήψιμος]]<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[βαρύς]], [[βλαβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[ατάσθαλος]] (με [[αποβολή]] του –<i>τ</i>– λόγω ανομοιώσεως, με [[τροπή]] του -<i>σθ</i>- &GT; -<i>στ</i>- και [[τέλος]] με [[μετάθεση]] -<i>στ</i>- &GT; -<i>τσ</i>-). Λιγότερο πιθανές θεωρούνται οι ετυμολογίες της λ. <span style="color: red;"><</span> <b>επίθ.</b> <i>ά</i>-<i>σαλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σαλός]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>ά</i>-<i>καλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έξαλλος]] ή <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>azzele</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(περσ.)</b> <i>ch</i><i>ā</i><i>l</i> «[[βήμα]], [[περπατησιά]]» (πιθ. μέσω ιδιωματικής, απαρχαιωμένης [[σήμερα]] τουρκ. λ.) ή [[τέλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>τουρκ.</b> <i>acil</i> «[[βιαστικός]]»].
|mltxt=-η, -ο (Μ ἄτσαλος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατάστατος]], [[ατημέλητος]]<br /><b>2.</b> άπρεπος, [[άκοσμος]]<br /><b>3.</b> [[βρόμικος]]<br /><b>4.</b> κακοφτιαγμένος, [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδέξιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάστατος]] ηθικά, [[επιλήψιμος]]<br /><b>2.</b> (για [[φαγητό]]) [[βαρύς]], [[βλαβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[ατάσθαλος]] (με [[αποβολή]] του –<i>τ</i>– λόγω ανομοιώσεως, με [[τροπή]] του -<i>σθ</i>- > -<i>στ</i>- και [[τέλος]] με [[μετάθεση]] -<i>στ</i>- > -<i>τσ</i>-). Λιγότερο πιθανές θεωρούνται οι ετυμολογίες της λ. <span style="color: red;"><</span> <b>επίθ.</b> <i>ά</i>-<i>σαλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σαλός]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>ά</i>-<i>καλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έξαλλος]] ή <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>azzele</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(περσ.)</b> <i>ch</i><i>ā</i><i>l</i> «[[βήμα]], [[περπατησιά]]» (πιθ. μέσω ιδιωματικής, απαρχαιωμένης [[σήμερα]] τουρκ. λ.) ή [[τέλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>τουρκ.</b> <i>acil</i> «[[βιαστικός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄτσαλος, -η, -ον)
1. ακατάστατος, ατημέλητος
2. άπρεπος, άκοσμος
3. βρόμικος
4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος
νεοελλ.
αδέξιος
μσν.
1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος
2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. ατάσθαλος (με αποβολή του –τ– λόγω ανομοιώσεως, με τροπή του -σθ- > -στ- και τέλος με μετάθεση -στ- > -τσ-). Λιγότερο πιθανές θεωρούνται οι ετυμολογίες της λ. < επίθ. ά-σαλος < σαλός ή < ά-καλος < έξαλλος ή < ιταλ. azzele ή < α- στερ. + (περσ.) chāl «βήμα, περπατησιά» (πιθ. μέσω ιδιωματικής, απαρχαιωμένης σήμερα τουρκ. λ.) ή τέλος < τουρκ. acil «βιαστικός»].