ήσυχος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἥσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], [[αδιατάρακτος]] («ήσυχη [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί [[ησυχία]], [[αθόρυβος]] («ήσυχη [[κάμαρα]]»)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από φροντίδες, [[αμέριμνος]], [[απερίσπαστος]], [[ξένοιαστος]] (α. «[[ήσυχα]] [[γεράματα]]» β. «μείνε [[ήσυχος]]»)<br /><b>4.</b> [[πράος]], [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάκουος]], υποταγμένος<br /><b>2.</b> [[λογικός]] («διά [[πλέον]] καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την [[αλήθεια]]», Σουμμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο [[έργο]], [[αδρανής]] ([[ἥσυχος]] δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], με [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[χαμηλός]], μη [[έντονος]]<br /><b>4.</b> υπονοούμενος<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥσυχον</i> και δωρ. <i>ἅσυχον</i> και πληθ. <i>ἅσυχα</i><br />[[ήσυχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ησύχως</i> και [[ήσυχα]] (AM ἡσύχως και [[ἥσυχα]], Α δωρ. τ. ἅσυχα)<br /><b>1.</b> με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[ακινησία]], με [[σιωπή]], σιωπηλά («καθήστε [[ήσυχα]]»)<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] υπερβολικό θόρυβο («παίζετε [[ήσυχα]]»)<br /><b>3.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], με [[γαλήνη]] («σκέφθηκε [[ήσυχα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]] («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. με <i>ᾱ</i> μακρό οφείλονται σε υπερδωρισμό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ησυχάζω]], [[ησυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ησυχαίος]], <i>ησυχῄ</i>, [[ησυχίδας]], [[ησυχικός]], [[ησυχούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[ησυχοποιός]]. (Β συνθετικό) [[ανήσυχος]]<br />[[φιλήσυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολυήσυχος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἥσυχος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], [[αδιατάρακτος]] («ήσυχη [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί [[ησυχία]], [[αθόρυβος]] («ήσυχη [[κάμαρα]]»)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από φροντίδες, [[αμέριμνος]], [[απερίσπαστος]], [[ξένοιαστος]] (α. «[[ήσυχα]] [[γεράματα]]» β. «μείνε [[ήσυχος]]»)<br /><b>4.</b> [[πράος]], [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάκουος]], υποταγμένος<br /><b>2.</b> [[λογικός]] («διά [[πλέον]] καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την [[αλήθεια]]», Σουμμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο [[έργο]], [[αδρανής]] ([[ἥσυχος]] δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], με [[περίσκεψη]]<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[χαμηλός]], μη [[έντονος]]<br /><b>4.</b> υπονοούμενος<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥσυχον</i> και δωρ. <i>ἅσυχον</i> και πληθ. <i>ἅσυχα</i><br />[[ήσυχα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ησύχως</i> και [[ήσυχα]] (AM ἡσύχως και [[ἥσυχα]], Α δωρ. τ. ἅσυχα)<br /><b>1.</b> με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[ακινησία]], με [[σιωπή]], σιωπηλά («καθήστε [[ήσυχα]]»)<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] υπερβολικό θόρυβο («παίζετε [[ήσυχα]]»)<br /><b>3.</b> με ψυχική [[ηρεμία]], με [[γαλήνη]] («σκέφθηκε [[ήσυχα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]] («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. με <i>ᾱ</i> μακρό οφείλονται σε υπερδωρισμό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ησυχάζω]], [[ησυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ησυχαίος]], <i>ησυχῄ</i>, [[ησυχίδας]], [[ησυχικός]], [[ησυχούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[ησυχοποιός]]. (Β συνθετικό) [[ανήσυχος]]<br />[[φιλήσυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολυήσυχος]].
}}
}}

Revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἥσυχος, -ον)
1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα»)
2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα»)
3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος, ξένοιαστος (α. «ήσυχα γεράματα» β. «μείνε ήσυχος»)
4. πράος, μαλακός
νεοελλ.
1. υπάκουος, υποταγμένος
2. λογικός («διά πλέον καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την αλήθεια», Σουμμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν αναλαμβάνει κάποιο έργο, αδρανής (ἥσυχος δορί», Ευρ.)
2. προσεκτικός, με περίσκεψη
3. (για φωνή ή ήχο) χαμηλός, μη έντονος
4. υπονοούμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥσυχον και δωρ. ἅσυχον και πληθ. ἅσυχα
ήσυχα.
επίρρ...
ησύχως και ήσυχα (AM ἡσύχως και ἥσυχα, Α δωρ. τ. ἅσυχα)
1. με ήσυχο τρόπο, αθόρυβα, ήρεμα
νεοελλ.
1. με ακινησία, με σιωπή, σιωπηλά («καθήστε ήσυχα»)
2. χωρίς υπερβολικό θόρυβο («παίζετε ήσυχα»)
3. με ψυχική ηρεμία, με γαλήνη («σκέφθηκε ήσυχα)
αρχ.
1. περιορισμένα, αθόρυβα («ἅσυχα κοχλάζοντος αἰγιαλοῑο», Θεόκρ.)
2. με προσοχή, με περίσκεψη («πορεύεσθαι ἐκέλευσεν ἡσύχως», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. με μακρό οφείλονται σε υπερδωρισμό.
ΠΑΡ. ησυχάζω, ησυχία
αρχ.
ησυχαίος, ησυχῄ, ησυχίδας, ησυχικός, ησυχούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. ησυχοποιός. (Β συνθετικό) ανήσυχος
φιλήσυχος
αρχ.
πολυήσυχος.