δρηστήρ: Difference between revisions
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dristir | |Transliteration C=dristir | ||
|Beta Code=drhsth/r | |Beta Code=drhsth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, ([[δράω]] A) <span class="sense"> | |Definition=ῆρος, ὁ, ([[δράω]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[labourer]], [[working man]], <span class="bibl">Od.16.248</span>: fem. [[δρήστειρα]] = [[workwoman]], <span class="bibl">10.349</span>, <span class="bibl">19.345</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[διδράσκω]]) [[runaway]], λῃστής <span class="bibl">Babr.128.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (δράω A) A labourer, working man, Od.16.248: fem. δρήστειρα = workwoman, 10.349, 19.345. II (διδράσκω) runaway, λῃστής Babr.128.14.
German (Pape)
[Seite 667] ῆρος, ὁ (δράω), der Arbeitende, der Diener; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 20 δρηστῆρες· οἱ ὑπ ουργοῦντες καὶ διακονοῦντες θεράποντες, ἀπὸ τοῦ δρᾶν; Homer dreimal, in der Form δρηστῆρες, Odyss. 16, 248. 18, 76. 20, 160; vgl. ὑπ οδρηστήρ u. δρήστειρα; – sp. D., wie Nonn. D. 10, 259. Vgl. δράστης.
Greek (Liddell-Scott)
δρηστήρ: ῆρος, ὁ, (δράω) ἐργάτης, ἐργατικός ἄνθρωπος, Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, ἐργάτις, ἐργατικὴ γυνή, Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. (διδράσκω) δραπέτης, λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.
French (Bailly abrégé)
1ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
serviteur litt. celui qui fait la besogne.
Étymologie: δράω.
2ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
adj. m.
fugitif.
Étymologie: *διδράσκω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): δραστ- Synes.Hymn.1.460, Hsch.
I servidor en tareas domésticas Od.16.248, 18.76, 20.160, Q.S.5.383, Nonn.D.15.132, c. gen. obj. εἰλαπίνης δρηστῆρες Nonn.D.18.98, κυπέλλων de Ganimedes, Nonn.D.10.259, 315
•fig. δ. Ἐρώτων Nonn.D.42.352
•cocinero Hsch.l.c.
II como adj.
1 auxiliar θεοί Synes.l.c.
2 que actúa, activo como pred. en el momento de la actuación ἐγὼ ... κωλύω δρηστῆρα λῃστὴν καὶ λύκον διωκτῆρα yo mantengo alejado al ladrón que va a robar y al lobo en su persecución Babr.128.14.
Greek Monolingual
δρηστήρ (-ῆρος), ο (θηλ. δρήστειρα, η) (Α)
1. εργάτης, άνθρωπος που κάνει χειρωνακτική εργασία
2. δραπέτης.
Greek Monotonic
δρηστήρ: -ῆρος, ὁ (δράω),·
I. εργάτης, εργαζόμενος με μόχθο, εργατικός, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. δρήστειρα, εργάτρια, στο ίδ.
II. (διδράσκω), φυγάς, δραπέτης, σε Βάβρ.· θηλ. δρῆστις, σε Ανθ.
Middle Liddell
δρηστήρ, ῆρος, n δράω
I. a labourer, working man, Od.: fem. δρήστειρα, a workwoman, Od.
II. (διδράσκὠ a runaway, Babr.: fem. δρῆστις, Anth.