ἐπιρρώννυμι: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epirronnymi | |Transliteration C=epirronnymi | ||
|Beta Code=e)pirrw/nnumi | |Beta Code=e)pirrw/nnumi | ||
|Definition=and ἐπιρρωννύω: aor. [[ἐπέρρωσα]]:—<span class="sense"> | |Definition=and ἐπιρρωννύω: aor. [[ἐπέρρωσα]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[add strength to]], [[strengthen]] or [[encourage in]] a thing, αὗται [αἱ νέες] . . σφέας ἐπέρρωσαν <span class="bibl">Hdt.8.14</span>; τοὺς μὲν ἐξέπληξε, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν <span class="bibl">Th.4.36</span>, cf. <span class="bibl">8.89</span>; εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.5.6</span>; ἐ. τινὰ πρὸς τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span> 4</span>; <b class="b3">ἐπίρρωσον σαυτήν</b> [[collect]] your [[strength]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>41</span>; <b class="b3">ἐ. τὴν γνώμην</b>, <b class="b3">τὰ πάθη</b>, Plu.2.62a,681f. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. Pass. (in which the pf. [[ἐπέρρωμαι]], plpf. [[ἐπερρώμην]] serve as pres. and impf.), fut. ἐπιρρωσθήσομαι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span> 18</span>: aor. 1 [[ἐπερρώσθην]] (v. infr.):—[[recover strength]], [[pluck]] [[up courage]], <span class="bibl">Th.6.93</span>, <span class="bibl">7.2</span>; οἱ Κορίνθιοι . . πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο <span class="bibl">Id.7.17</span>; <b class="b3">ἐς τἆλλα πολὺ ἐπέρρωντο</b> ib.<span class="bibl">7</span>; ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.4.18</span>; ἐπερρώσθησαν ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plb.1.24.1</span>; τὰς ψυχάς <span class="bibl">Hdn.3.3.8</span>; <b class="b3">κείνοις . . ἐπερρώσθη λέγειν</b> (impers.) they [[took courage]] to speak, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>661</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 1 January 2021
English (LSJ)
and ἐπιρρωννύω: aor. ἐπέρρωσα:—A add strength to, strengthen or encourage in a thing, αὗται [αἱ νέες] . . σφέας ἐπέρρωσαν Hdt.8.14; τοὺς μὲν ἐξέπληξε, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Th.4.36, cf. 8.89; εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς X.HG7.5.6; ἐ. τινὰ πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Lys. 4; ἐπίρρωσον σαυτήν collect your strength, Luc.Tim.41; ἐ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη, Plu.2.62a,681f. II. Pass. (in which the pf. ἐπέρρωμαι, plpf. ἐπερρώμην serve as pres. and impf.), fut. ἐπιρρωσθήσομαι Luc.Somn. 18: aor. 1 ἐπερρώσθην (v. infr.):—recover strength, pluck up courage, Th.6.93, 7.2; οἱ Κορίνθιοι . . πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο Id.7.17; ἐς τἆλλα πολὺ ἐπέρρωντο ib.7; ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών X.HG3.4.18; ἐπερρώσθησαν ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον Plb.1.24.1; τὰς ψυχάς Hdn.3.3.8; κείνοις . . ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, S.OC661.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρώννῡμι: καὶ -ύω: ἀόρ. ἐπέρρωσα: - προσθέτω δύναμιν εἴς τι, ἐνισχύω, δίδω θάρρος, ἐπιθαρρύνω πρός τι, αὗται αἱ νέες... σφέας ἐπέρρωσαν Ἡρόδ. 8. 14· τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Θουκ. 4. 36, πρβλ. 8. 89· εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτοὺς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 6· ἐπ. τινὰ πρός τι Πλουτ. Λύσανδ. 4· ἐπίρρωσον σαυτήν, λάβε θάρρος, Λουκ. Τίμ. 41· ἐπ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη Πλούτ. 2. 62Α, 681F. ΙΙ. Παθ., ἐν ᾧ ὁ πρκμ. ἐπέρρωμαι, καὶ ὁ ὑπερσ. ἐπερρώμην χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστ. καὶ παρατ.: μέλλ. ἐπιρρωσθήσομαι Λουκ. Ἐνύπν. 18: ἀόρ. ἐπερρώσθην: - ἀνακτῶμαι ἰσχύν, λαμβάνω θάρροι, Θουκ. 6. 93., 7. 2· οἱ Κορίνθιοι... πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο ὁ αὐτ. 7, 17· ἐς τᾆλλα πολὺ ἐπέρρωντο αὐτόθι 7· ἐπερρώσθη... ἰδὼν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18· ἐπερρῶσθαι πρός τι Πολύβ. 1. 24, 1· τὰς ψυχὰς Ἡρῳδιαν. 3. 3: - κείνοις... ἐπερρώσθη λέγειν (ἀπροσ.), ἔλαβον θάρρος νὰ λέγωσιν, Σοφ. Ο. Κ. 661.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. ἐπερρώσθην;
fortifier, affermir, encourager ; Pass. être affermi, se raffermir, reprendre courage ; • impers. κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν SOPH ils eurent l’audace de dire.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.
Greek Monotonic
ἐπιρρώννῡμι: και -ύω, αόρ. αʹ ἐπέρρωσα·
I. προσθέτω δύναμη σε, δυναμώνω, ενισχύω ή ενθαρρύνω, λέγεται για τόλμημα, εγχείρημα, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. Παθ., παρακ. ἐπέρρωμαι, υπερσ. ἐπερρώμην, χρησιμ. ως ενεστ. και παρατ. αντίστοιχα· μέλ. ἐπιρρωσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπερρώσθην· ανακτώ τη δύναμή μου, λαμβάνω, αντλώ θάρρος, κουράγιο, σε Θουκ., Ξεν.· κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν (απρόσ.), πήραν θάρρος να μιλήσουν, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρώννῡμι: укреплять, ободрять, придавать духу, вселять мужество (τινά Her., Xen., Plut. и τινὰ πρός τι Plut.): τοὺς μὲν ἐξέπληξεν, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Thuc. на одних он навел страх, а в других вселил еще большую бодрость; ἐπίρρωσον σαυτόν Luc. соберись с силами; οἱ Συρακόσιοι ἐπερρώσθησαν Thuc. сиракузцы воспрянули духом; κείνοις ἐπερρώσθη (impers.) δείν᾽ λέγειν Soph. они осмелились угрожать.
Middle Liddell
and -ύω aor1 ἐπέρρωσα
I. to add strength to, strengthen or encourage for an enterprise, Hdt., Thuc.
II. Pass., perf. ἐπέρρωμαι, plup. ἐπερρώμην used as pres. and imperf.: fut. ἐπιρρωσθήσομαι: aor1 ἐπερρώσθην;— to recover strength, pluck up courage, Thuc., Xen.; κείνοις ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, Soph.