ἠλιτόμηνος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ilitominos | |Transliteration C=ilitominos | ||
|Beta Code=h)lito/mhnos | |Beta Code=h)lito/mhnos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[missing the right month]], i.e. [[untimely born]], <span class="bibl">Il.19.118</span>, <span class="bibl">Tryph.556</span>, Plu.2.358e, <span class="title">AP</span>12.228 (Strat.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:35, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A missing the right month, i.e. untimely born, Il.19.118, Tryph.556, Plu.2.358e, AP12.228 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1163] den rechten Monat verfehlend, zu früh geboren, Il. 19, 118; παῖς Strat. 70 (XII, 228).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐτόμηνος: -ον, ὁ τοῦ μηνὸς ἁμαρτών, ἀστοχήσας, προώρως γεννηθείς, Ἰλ. Τ. 118, Ἀνθ. Π. 12. 228· ἴδε ἀλιτήμερος.
French (Bailly abrégé)
ος, όν :
né avant terme litt. qui trompe sur le nombre de mois.
Étymologie: ἀλιταίνω, μήν².
English (Autenrieth)
(ἀλιτεῖν, μήν): untimely born, Il. 19.118†.
Greek Monolingual
ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- του αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν του α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί του συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].
Greek Monotonic
ἠλῐτόμηνος: -ον (ἤλιτον, μήν), αυτός που χάνει το σωστό μήνα, δηλ. ο γεννημένος πρόωρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐτόμηνος: преждевременно рожденный (Εὐρυσθεύς Hom.; παῖς Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: prop. "missing the right month" (Schwyzer 442; thus Vos, s. below), i. e. born too early (Τ 118; after this AP, Plu.).
Origin: IE [Indo-European] [672] *h₂leit- make a mistake, miss
Etymology: Late analogical formations are ἠλιτο-εργός (AP), ἠλιτόμηνις ὁ μάτην ἐγκαλῶν H., -μητιν (Epic. in Arch. Pap. 7, 5, Fr. 1 R. 49; see ad loc.). - Verbal governing compound from the aorist ἀλιτεῖν (s. ἀλείτης) and μήν with metrical lengthening of ἀ- to ἠ- (ἀλιτόξενος Pi. O. 10, 6). On the compositional vowel -o- Schwyzer 442 and Sommer Nominalkomp. 125ff.; on the 2. member ib. 59. Further Vos Glotta 34, 290ff..
Middle Liddell
ἠλῐτό-μηνος, ον ἤλιτον, μήν]
missing the right month, i. e. untimely born, Il.
Frisk Etymology German
ἠλιτόμηνος: {ēlitómēnos}
Meaning: eig. "den Monat verfehlend" ("im Monat sich vergreifend" Schwyzer 442; ähnlich Vos, s. u.), d. h. zu früh geboren (Τ 118; danach AP, Plu. u. a.).
Etymology : Späte Analogiebildungen sind ἠλιτοεργός (AP), ἠλιτόμηνις· ὁ μάτην ἐγκαλῶν H., -μητιν (Epic. in Arch. Pap. 7, 5, Fr. 1 R. 49; vgl. ad loc.). — Verbales Rektionskompositum aus dem Aorist ἀλιτεῖν (s. ἀλείτης) und μήν mit metrischer Dehnung von ἀ̆- zu ἠ- (ἀ̆λιτόξενος Pi. O. 10, 6). Über den Kompositionsvokal -o- Schwyzer 442 und ausführlich Sommer Nominalkomp. 125ff.; über die Bildung des Hinterglieds ebd. 59. S. noch Vos Glotta 34, 290ff. m. reicher Lit.
Page 1,632