ἤκιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ikistos
|Transliteration C=ikistos
|Beta Code=h)/kistos
|Beta Code=h)/kistos
|Definition=η, ον, Sup. Adj. of Adv. <b class="b3">ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν</b> <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[the gentlest]] or [[slowest]] in driving, <span class="bibl">Il.23.531</span> (ἥκ- <span class="bibl">Eust.1314.27</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>424.27</span>; cf. sq.).</span>
|Definition=η, ον, Sup. Adj. of Adv. <b class="b3">ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the gentlest]] or [[slowest]] in driving, <span class="bibl">Il.23.531</span> (ἥκ- <span class="bibl">Eust.1314.27</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>424.27</span>; cf. sq.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:45, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤκιστος Medium diacritics: ἤκιστος Low diacritics: ήκιστος Capitals: ΗΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ḗkistos Transliteration B: ēkistos Transliteration C: ikistos Beta Code: h)/kistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. of Adv. ἦκα, ἤκιστος ἐλαυνέμεν A the gentlest or slowest in driving, Il.23.531 (ἥκ- Eust.1314.27, EM424.27; cf. sq.).

German (Pape)

[Seite 1158] superl. von ἦκα, Il. 23, 531 ἤκιστος ἐλαυνέμεν, der Langsamste die Rosse zu treiben, wo schon alte v. l. ἥκιστος, vgl. Buttm. Lexil. I p. 14 u. Spitzner zu der Stelle; ἥκιστος kommt sonst bei Hom. nicht vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἤκιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιρρ. ἦκα, μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 531, ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ὁ ἡσυχώτατος ἢ βραδύτατος εἰς τὸ νὰ ὁδηγῇ ἅρμα, πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ. - Γραμμ. τινες (Εὐστ. 1314. 27, Ε. Μ. 424. 27) γράφουσιν ἥκιστος, ὁ χείριστος ἢ ἀσθενέστατος ἐν τῷ ἐλαύνειν, πρβλ. ἥκιστος· ἀλλ’ ἂν καὶ τὸ ἥσσων εἶναι εὔχρηστον παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ ἥκιστος δὲν εἶνε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très lent, le plus lent : ἐλαυνέμεν IL à conduire un char.
Étymologie: ἦκα.

English (Autenrieth)

(ϝῆκα): slowest, most sluggish, Il. 23.531†.

Greek Monolingual

(I)
ἤκιστος, -η, -ον (Α) ήκα
(υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἥκιστος, -η, -ον (Α)
1. (ως υπερθ. του μικρός, του κακός και του ολίγος) ελάχιστος, ασθενέστατος
2. (ως υπερθ. του κακός) κάκιστος, χείριστος.
επίρρ...
ήκιστα (AM ἥκιστα)
(υπερθ. του ολίγον)·1. ελάχιστα, μόλις, ανεπαίσθητα
2. συνεκδ. ουδόλως, καθόλου, διόλουείναι ήκιστα συνεπής στις υποσχέσεις του»)
αρχ.
φρ. «οὐχ ἥκιστα»
(ως σχήμα λιτότητας) προπάντων, μάλιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήκα].

Greek Monotonic

ἤκιστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ἦκα· ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ο πιο ήρεμος ή ο πιο αργός στην οδήγηση άρματος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἤκιστος: [superl. к ἦκα самый медлительный, т. е. неискусный: ἤ. ἦν ἐλαυμένεν ἅρμα Hom. он был очень неискусен в управлении колесницей.

Middle Liddell

ἤκιστος, η, ον [sup. adj. from adv. ἦκα]
ἤκιστος ἐλαυνέμεν, the gentlest or slowest in driving, Il.