ογκώνω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(28)
 
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ογκώ]] (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [<i>όγκος</i> (Ι)]<br />[[αυξάνω]] τον όγκο, [[εξογκώνω]], [[διογκώνω]], [[φουσκώνω]], [[διαστέλλω]] (α. «το βαρημένον [[στήθος]] του ογκούται», Βαλαωρ.<br />β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρήζομαι από [[πολυφαγία]] («όγκωσα και δεν [[μπορώ]] να χωνέψω)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αυξάνω]] την [[ένταση]], [[ενδυναμώνω]], [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («ογκούται [[συνεχώς]] η λαϊκή [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>ὀγκοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[γίνομαι]] ογκωδέστερος<br />β) [[υπερηφανεύομαι]]<br />γ) επαίρομαι, [[καυχώμαι]], [[αλαζονεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]], [[ανεγείρω]] («[[ἠρίον]] ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τιμώ]], [[μεγαλύνω]]<br />β) [[ανυψώνω]], [[υπερεπαινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῡν λέγεις», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κάνω]] το ύφος στομφώδες, πομπώδες<br />δ) [[εξυψώνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταπεινώνω]] («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκῶ τὸ [[φρόνημα]]» — [[υπερηφανεύομαι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=και [[ογκώ]] (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [<i>όγκος</i> (Ι)]<br />[[αυξάνω]] τον όγκο, [[εξογκώνω]], [[διογκώνω]], [[φουσκώνω]], [[διαστέλλω]] (α. «το βαρημένον [[στήθος]] του ογκούται», Βαλαωρ.<br />β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρήζομαι από [[πολυφαγία]] («όγκωσα και δεν [[μπορώ]] να χωνέψω)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αυξάνω]] την [[ένταση]], [[ενδυναμώνω]], [[εντείνω]], [[επιτείνω]] («ογκούται [[συνεχώς]] η λαϊκή [[αγανάκτηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>ὀγκοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[γίνομαι]] ογκωδέστερος<br />β) [[υπερηφανεύομαι]]<br />γ) επαίρομαι, [[καυχώμαι]], [[αλαζονεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]], [[ανεγείρω]] («[[ἠρίον]] ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τιμώ]], [[μεγαλύνω]]<br />β) [[ανυψώνω]], [[υπερεπαινώ]] κάποιον ή [[κάτι]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῡν λέγεις», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[κάνω]] το ύφος στομφώδες, πομπώδες<br />δ) [[εξυψώνω]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[ταπεινώνω]] («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκῶ τὸ [[φρόνημα]]» — [[υπερηφανεύομαι]] (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:20, 25 March 2021

Greek Monolingual

και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [όγκος (Ι)]
αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ.
β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να χωνέψω)
2. μτφ. αυξάνω την ένταση, ενδυναμώνω, εντείνω, επιτείνω («ογκούται συνεχώς η λαϊκή αγανάκτηση»)
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) ὀγκοῡμαι, -όομαι
μτφ. α) γίνομαι ογκωδέστερος
β) υπερηφανεύομαι
γ) επαίρομαι, καυχώμαι, αλαζονεύομαι
αρχ.
1. υψώνω, ανεγείρωἠρίον ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)
2. μτφ. α) τιμώ, μεγαλύνω
β) ανυψώνω, υπερεπαινώ κάποιον ή κάτι («τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῡν λέγεις», Ευρ.)
γ) κάνω το ύφος στομφώδες, πομπώδες
δ) εξυψώνω, σε αντιδιαστολή προς το ταπεινώνω («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)
3. φρ. «ὀγκῶ τὸ φρόνημα» — υπερηφανεύομαι (Αριστοφ.).