ἐπαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπαναστρέφω]]) [[στρέφω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[πίσω]], το [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ομιλία]]) [[επανέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για καιρό) έχω γυρίσματα, [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ποταμό) [[επιστρέφω]], [[αλλάζω]] [[διεύθυνση]] της κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρέφομαι για να επιτεθώ [[εναντίον]] κάποιου («χαλεπὸν oὖv [[ἔργον]] διαιρεῑν, [[ὅταν]] ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] [[ξανά]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> επιβάλλομαι, [[επιβαρύνω]] κάποιον.
|mltxt=(Α [[ἐπαναστρέφω]]) [[στρέφω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[πίσω]], το [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ομιλία]]) [[επανέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για καιρό) έχω γυρίσματα, [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ποταμό) [[επιστρέφω]], [[αλλάζω]] [[διεύθυνση]] της κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρέφομαι για να επιτεθώ [[εναντίον]] κάποιου («χαλεπὸν oὖv [[ἔργον]] διαιρεῖν, [[ὅταν]] ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] [[ξανά]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> επιβάλλομαι, [[επιβαρύνω]] κάποιον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναστρέφω Medium diacritics: ἐπαναστρέφω Low diacritics: επαναστρέφω Capitals: ΕΠΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: epanastréphō Transliteration B: epanastrephō Transliteration C: epanastrefo Beta Code: e)panastre/fw

English (LSJ)

intr., A turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar.Ra.1102, Th.4.130, 8.105, X.HG6.2.21:—Pass., Ar. Eq.244, X.Eq.Mag.8.25; εἴς τι Porph.Marc.13. II Pass., return to the surface, Arist.Fr.335. III Pass., to be charged upon, τῇ ἐμῇ περιουσίᾳ PMasp.151.136 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναστρέφω: ἀμετάβ., στρέφομαι ἐναντίον τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· ἐπανέρχομαι, ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· οὕτως ἐν τῷ παθ., στρέφομαι ὅπως τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., προσέτι, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.

French (Bailly abrégé)

1 se retourner sur ou vers, faire volte-face;
2 faire volte-face pour résister;
Moy. ἐπαναστρέφομαι;
1 m. sign.
2 revenir à la surface en se retournant.
Étymologie: ἐπί, ἀναστρέφω.

Greek Monolingual

ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῖν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.

Greek Monotonic

ἐπαναστρέφω: μέλ. -ψω, αμτβ., γυρίζω εναντίον κάποιου, στρέφομαι και επιστρέφω στην έφοδο, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναστρέφω:
1) делать поворот, поворачиваться кругом Xen., med. Arph.: ἐ. καὶ ἐπερείδεσθαι Arph. повернуться (лицом к противнику) и оказать сопротивление;
2) возвращаться назад (πρὸς τῇ πόλει Thuc.; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.).

Middle Liddell

fut. ψω
intr. to turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar., Thuc.:— so in Pass., Ar.