επιδίδω: Difference between revisions
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιδίδωμι]], Μ και ἐπιδίδω)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] («επιδόθηκε σε [[νέες]] μεθόδους», «[[ἐπιδίδωμι]] ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)<br /><b>2.</b> [[εγχειρίζω]], [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου ([[συνήθως]] εμπιστευτικό ή [[επίσημο]] [[έγγραφο]]) («[[δικαστικός]] [[κλητήρας]] να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) ρέω, [[τρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[επιπλέον]] («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[χορηγώ]] [[κατόπιν]]<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]] ως [[προίκα]]<br /><b>4.</b> [[συνεισφέρω]] εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δωροδοκώ]]<br /><b>6.</b> [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι | |mltxt=(AM [[ἐπιδίδωμι]], Μ και ἐπιδίδω)<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] («επιδόθηκε σε [[νέες]] μεθόδους», «[[ἐπιδίδωμι]] ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)<br /><b>2.</b> [[εγχειρίζω]], [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου ([[συνήθως]] εμπιστευτικό ή [[επίσημο]] [[έγγραφο]]) («[[δικαστικός]] [[κλητήρας]] να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πληρώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) ρέω, [[τρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[επιπλέον]] («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[χορηγώ]] [[κατόπιν]]<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]] ως [[προίκα]]<br /><b>4.</b> [[συνεισφέρω]] εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δωροδοκώ]]<br /><b>6.</b> [[δωρίζω]], [[χαρίζω]] («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦν | ||
αι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[απονέμω]], [[μοιράζω]]<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] το [[δικαίωμα]] ψήφου<br /><b>9.</b> [[υπαγορεύω]] («γράφειν μὲν οὖν οὐ [[συμβουλεύω]] σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)<br /><b>10.</b> αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ [[πόλις]] αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υποχωρώ]]<br /><b>12.</b> [[δίνω]] αμοιβαία. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)
1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)
2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)
αρχ.-μσν.
1. πληρώνω
2. (για νερό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)
2. δίνω, χορηγώ κατόπιν
3. χορηγώ ως προίκα
4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)
5. δωροδοκώ
6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦν
αι», Θουκ.)
7. απονέμω, μοιράζω
8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)
10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», Θουκ.)
11. υποχωρώ
12. δίνω αμοιβαία.