σωματοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σωματική [[υπόσταση]], [[υλικός]] («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ [[λύπη]] προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῑ σωματοειδῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική [[μορφή]] («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη [[μορφή]], που ενσαρκώθηκε<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδρός]]<br /><b>3.</b> οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», <b>Πολ.</b><br />β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοειδῶς</i> ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />με σωματική [[υπόσταση]], σαν να είχε υλικό [[σώμα]] («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />συστηματικά οργανωμένα, με [[διάρθρωση]] ζωντανού οργανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σωματική [[υπόσταση]], [[υλικός]] («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ [[λύπη]] προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῖ σωματοειδῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική [[μορφή]] («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη [[μορφή]], που ενσαρκώθηκε<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδρός]]<br /><b>3.</b> οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», <b>Πολ.</b><br />β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοειδῶς</i> ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />με σωματική [[υπόσταση]], σαν να είχε υλικό [[σώμα]] («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />συστηματικά οργανωμένα, με [[διάρθρωση]] ζωντανού οργανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:45, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοειδής Medium diacritics: σωματοειδής Low diacritics: σωματοειδής Capitals: ΣΩΜΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sōmatoeidḗs Transliteration B: sōmatoeidēs Transliteration C: somatoeidis Beta Code: swmatoeidh/s

English (LSJ)

ές, A bodily, corporeal, Pl.Phd.83d, 86a; τὸ σ. corporeal nature, ib.81b, 81c. 2 incarnate, of a god, Ephor.31 (b) J., Rev.Phil.1930.250 (Egypt, Tab. Defix.). 3 substantial, solid, Thphr. HP5.9.3,Ign.48,al. II metaph., organic, systematic, ἀπαγγελίαι Arist.Rh.Al.1442b31; ἱστορία Plb.1.3.4. Adv. -δῶς Arist.Rh.Al. 1436a29.

German (Pape)

[Seite 1060] ές, 1) einem Körper ähnlich, von der Art eines Körpers; Plat. Polit. 273 b; καὶ ὁρατὸς τόπος, Rep. VII, 532 c; ποιεῖ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν, Phaed. 83 d, dicht, fest. – 2) ein Ganzes, ein System bildend; ἀπαγγελία, Arist. rhet. Alex. 37; ἱστορία, vollständige, zusammenhangende Erzählung, Pol. 1, 3, 4; vgl. Longin. 24, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοειδής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Πλάτ. Φαίδων 83D, 86Α· τὸ σωματοειδές, σωματική, ὑλικὴ φύσις, αὐτόθι 81Β, C, πρβλ. σωματώδης. ΙΙ. μεταφορ., ὀργανικός, συστηματικός, ἐπαγγελία Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 14· ἱστορία Πολύβ. 1. 3, 4. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 29 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme ou la consistance d’un corps, corporel, matériel ; τὸ σωματοειδές PLAT nature corporelle.
Étymologie: σῶμα, εἶδος.

Spanish

que tiene aspecto corpóreo

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῖ σωματοειδῆ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη μορφή, που ενσαρκώθηκε
2. στερεός, αδρός
3. οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», Πολ.
β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματοειδῶς ΜΑ
μσν.
με σωματική υπόσταση, σαν να είχε υλικό σώμα («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)
αρχ.
συστηματικά οργανωμένα, με διάρθρωση ζωντανού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ειδής].

Greek Monotonic

σωμᾰτοειδής: -ές (εἶδος), σωματικός ως προς τη φύση του, υλικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοειδής:
1) телообразный, телесный, вещественный, материальный (σ. καὶ ὁρατός Plat.);
2) органический, тж. целостный, систематический (ἀπαγγελία Arst.; ἱστορία Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμᾰτοειδής -ές [σῶμα, εἶδος] gelijkend op een lichaam, lichamelijk. Plat. Phaed. 83d.

Middle Liddell

σωμᾰτο-ειδής, ές εἶδος
of the nature of a body, bodily, material, Plat.

English (Woodhouse)

carnal, philosophically, consisting of matter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)