παρακελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σπάν. ενεργ. τ. [[παρακελεύω]] Α<br /><b>1.</b> [[παραγγέλλω]], [[προστάζω]], [[δίνω]] [[εντολή]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]]<br /><b>3.</b> [[εγκαρδιώνω]] και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι σφίσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] [[συμβουλή]], [[συμβουλεύω]] («[[παρακελεύομαι]] ταῡτα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κελεύω]] «[[διατάζω]]»].
|mltxt=και σπάν. ενεργ. τ. [[παρακελεύω]] Α<br /><b>1.</b> [[παραγγέλλω]], [[προστάζω]], [[δίνω]] [[εντολή]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]], [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]]<br /><b>3.</b> [[εγκαρδιώνω]] και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς ὡς οἱ Λεοντῑνοι σφίσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] [[συμβουλή]], [[συμβουλεύω]] («[[παρακελεύομαι]] ταῡτα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κελεύω]] «[[διατάζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελεύομαι Medium diacritics: παρακελεύομαι Low diacritics: παρακελεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: parakeleúomai Transliteration B: parakeleuomai Transliteration C: parakeleyomai Beta Code: parakeleu/omai

English (LSJ)

A recommend an action to one, prescribe, σοὶ ἕτερα τοιαῦτα Hdt.1.120, cf. Th.7.63, Lys.28.15, etc.; ταῦτα π. give this advice, Ar.V.530, Pl.Ap.31b; π. τινί c. inf., Id.Smp.221a, al.; τοῖς συμμάχοις π. μὴ ἀθυμεῖν X.HG1.1.24; π. ὅκως μὴ παρήσουσιHdt.8.15, cf. Pl.Mx.248d; ὅτιX.HG1.1.14; π. πρός τινας μὴ ὑπομένειν Aeschin.2.1. II exhort, encourage, τινι Isoc. 9.79, Pl.Phd.60e, etc.; ὁ Νικίας τοιαῦτα παρακελευσάμενος having delivered this address, Th.6.69: abs., encourage one another by shouting, Hdt.9.102; ἀλλήλοις π. X.An.4.2.11; ἐν ἑαυτοῖς π. ὡςTh.4.25. III Act., Hp.Decent.16, Plb.7.16.2, 16.20.8:—Pass., παρακεκέλευστο orders had been given, Hdt.8.93; τὰ παρακελευόμενα ὑφ' ἡμῶν Pl.Ep.333a; χαίρειν παρεκελεύοντο Philostr.VA5.27.

German (Pape)

[Seite 482] (s. κελεύω), Einem Etwas gebieten, anrathen, τινί τι, Her. 1, 120; ὅπως, 8, 15, wie Plat. Menex. 248 d; ermuntern, antreiben, sowohl absolut, sich gegenseitig durch Zuruf ermuntern, Her. 9, 102, als gew. τινί, Plat. Apol. 29 d; Thuc. 2, 88, der auch ἐν ἑαυτοῖς παρακελευόμενοι sagt, 4, 25; Xen. Hell. 1, 1, 4; Isocr. 4, 14 u. Folgde; oft c. int.; vgl. auch ἐπικελεύω. – Auch pass., τὰ λεγόμενα καὶ παρακελευόμενα ὑφ' ὴμῶν, Plat. Epist. VII, 333 a; vgl. Pol. 10, 39, 2, der auch das act. hat, 7, 16, 2, vgl. 16, 20, 8; so auch einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελεύομαι: ἀποθ., ἐντέλλομαί τινι νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, παραγγέλω, σοὶ ἕτερα τοσαῦτα Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. Θουκ. 7. 63, κτλ.· π. ταῦτα, δίδω ταύτην τὴν συμβουλήν, Πλάτ. Ἀπολ. 31Β· - ὡσαύτως, π. τινι μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 181. 2, Πλάτ. Συμπ. 221Α, κ. ἀλλ.· π. τινι μὴ ἀθυμεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 24· π. τινι ὅκως .. Ἡρόδ. 8. 15· ὅτι …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 14· πρός τινα μὴ ὑπομένειν Αἰσχίν. 28. 5. ΙΙ. παρακινῶ, παρορμῶ, παραθαρρύνω, τινι Ἰσοκρ. 207Α, κτλ., Heind. εἰς Πλάτ. Φαίδωνα 60Ε· ὁ Νικίας τοιαῦτα παρακελευσάμενος, τοιούτους λόγους παρακελευστικοὺς εἰπών, Θουκ. 6. 69· κυρίως προτρέπω, παρορμῶ εἰς πρᾶξιν μήπω ἀρξαμένην, πρβλ. ἐπικελεύω· - ἀπολ., ἀμοιβαίως παραθαρρύνω καὶ παραθαρρύνομαι διὰ φωνῶν, Ἡρόδ. 9. 102· ἀλληλοις π. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 11· ἐν ἑαυτοῖς π. Θουκ. 4. 25· πρβλ. διακελεύομαι. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι σπάνιον, οἷον ἐν Πολυβ. 7. 16, 2., 16. 20, 8· - ἀλλ’ ἔχομεν τὸν τύπον, παρακεκέλευστο, ἐπὶ παθητ. σημασίας, εἶχον δοθῆ διαταγαί, Ἡρόδ. 8. 93· τὰ παρακελευόμενα Πλάτ. Ἐπιστ. 333Α.

Greek Monolingual

και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α
1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι
2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω
3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς ὡς οἱ Λεοντῑνοι σφίσι», Θουκ.)
4. δίνω συμβουλή, συμβουλεύωπαρακελεύομαι ταῡτα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κελεύω «διατάζω»].

Greek Monotonic

παρακελεύομαι: αποθ.,
I. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, συμβουλεύω, παραγγέλλω, τί τινι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· παρακελεύομαι ταῦτα, δίνω αυτή τη συμβουλή, σε Πλάτ.· επίσης, παρακελεύομαί τινι, με απαρ., στον ίδ., Ξεν.
II. παρακινώ, τοιαῦτα παρακελευσάμενος, έχοντας δώσει αυτές τις διαταγές, σε Θουκ.· απόλ., ενθαρρύνομαι ο ένας τον άλλο με φωνές, σε Ηρόδ.
III. παρακεκέλευστο με Παθ. σημασία, διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.

Middle Liddell


Dep.
I. to order one to do a thing, advise, prescribe, τί τινι Hdt., Thuc., etc.; π. ταῦτα to give this advice, Plat.;—also, π. τινι, c. inf., Plat., Xen.
II. to exhort, τοιαῦτα παρακελευσάμενος having delivered this address, Thuc.:—absol. to encourage one another by shouting, Hdt.
III. παρακεκέλευστο in pass. sense, orders had been given, Hdt.