μορφόω: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφόω''': μορφώνω, δίδω μορφὴν ἢ [[σχῆμα]] εἴς τι, Ἄρατ. 374, Ἀνθ. Π. 1. 50, Κλήμ. Ἀλ. 760 [[σχεδιάζω]], [[εἰκονίζω]], Ἀνθ. Π. 1. 33. - Παθ., [[λαμβάνω]] μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 7, Πλούτ. 2. 1013C, κτλ.· ΙΙ. [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., σποδιήν... ἄνδρα μ., σχηματίζειν αὐτὴν εἰς..., Χρησμ. Σιβ. 4. 177.
|lstext='''μορφόω''': μορφώνω, δίδω μορφὴν ἢ [[σχῆμα]] εἴς τι, Ἄρατ. 374, Ἀνθ. Π. 1. 50, Κλήμ. Ἀλ. 760 [[σχεδιάζω]], [[εἰκονίζω]], Ἀνθ. Π. 1. 33. - Παθ., [[λαμβάνω]] μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 7, Πλούτ. 2. 1013C, κτλ.· ΙΙ. μετὰ διπλῆς αἰτ., σποδιήν... ἄνδρα μ., σχηματίζειν αὐτὴν εἰς..., Χρησμ. Σιβ. 4. 177.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφόω Medium diacritics: μορφόω Low diacritics: μορφόω Capitals: ΜΟΡΦΟΩ
Transliteration A: morphóō Transliteration B: morphoō Transliteration C: morfoo Beta Code: morfo/w

English (LSJ)

A give shape or form to, γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα Aen.Tact.40.4, cf. Arat.375:—Pass., receive shape or form, Thphr.CP5.6.7, Plu.2.1013c, etc.; ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν Ep.Gal.4.19.

German (Pape)

[Seite 209] gestalten, bilden, abbilden, Sp., wie N. T.; θεόν, Poll. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μορφόω: μορφώνω, δίδω μορφὴν ἢ σχῆμα εἴς τι, Ἄρατ. 374, Ἀνθ. Π. 1. 50, Κλήμ. Ἀλ. 760 σχεδιάζω, εἰκονίζω, Ἀνθ. Π. 1. 33. - Παθ., λαμβάνω μορφὴν ἢ σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 7, Πλούτ. 2. 1013C, κτλ.· ΙΙ. μετὰ διπλῆς αἰτ., σποδιήν... ἄνδρα μ., σχηματίζειν αὐτὴν εἰς..., Χρησμ. Σιβ. 4. 177.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une forme à, figurer, représenter, acc. ; Pass. prendre une forme.
Étymologie: μορφή.

English (Strong)

from the same as μορφή; to fashion (figuratively): form.

English (Thayer)

μόρφω: 1aor passive subjunctive 3rd person singular μορφωθῇ; (cf. μορφή, at the beginning); to form: in figurative discourse ἄχρις (T Tr WH μέχρις, which see 1a.) οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν, i. e. literally, until a mind and life in complete harmony with the mind and life of Christ shall have been formed in you, Aratus, phaen. 375; Anth. 1,33, 1; the Sept. μεταμορφόω, συμμορφόω.)

Greek Monotonic

μορφόω: (μορφή), μέλ. -ώσω, δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μορφόω:
1) придавать форму, формировать, создавать (δέμας Anth.);
2) изображать, ваять (τὸν ἀσώματον Anth.); pass. формироваться, создаваться (ἔν τινι NT).

Middle Liddell

μορφόω, fut. -ώσω [μορφη]
to give form or shape to, Anth.

Chinese

原文音譯:morfÒw 摩而賀哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:形狀
字義溯源:成形,模成,造成,作成;源自(μορφή)*=形像)。參讀 (μορφή)同源字
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 成形(1) 加4:19