προσανέχω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανέχω''': [[ἀνέχω]] [[προσέτι]]· μεταφορ., [[ἐπιμένω]] εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· | |lstext='''προσανέχω''': [[ἀνέχω]] [[προσέτι]]· μεταφορ., [[ἐπιμένω]] εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· μετὰ μετοχ., πρ. καραδοκοῦντες ὁ αὐτ. 3. 94, 3. ΙΙ. [[περιμένω]] μεθ’ ὑπομονῆς τι, βοηθείαις ὁ αὐτ. 1. 84, 12· παρακαλῶν τὴν γνώμην θεῷ προσανέχειν, ἔχειν προσηλωμένην εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμένειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν προοιμίῳ· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πρ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 5. 103, 5· πρ. ἕως... ὁ αὐτ. 4. 19, 12. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσανέχων, προσέχων, προσκεκολλημένος· Πολύβ. (Ἀποσπ. Ἱστ. 3) “ὁ δὲ πᾶν ὑπομένειν ἐδόκει, προσανέχων ταῖς τῶν Αἰγυπτίων ἐπαρχίαις”». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
A wait, ἕως… Plb.4.19.12, cf. 3.94.3: c. acc., await, τὸν καιρὸν τῆς ἐντεύξεως Id.5.103.5. II rely on, place one's dependence on, ἐλπίσι Id.5.72.2, cf.4.60.8, J.AJ10.6.2, BJ4.2.1, Heliod.(?) in PMed.Lond.155.4.5; ταῖς βοηθείαις Plb.1.84.12. III devote oneself to, θεῷ, τοῖς ἡγεμόσι, J.AJ10.4.5, 10.7.2; ἔργοις, τέχναις, ib. 12.5.5, Id.Ap.2.41; Σικελικαῖς τραπέζαις Socr.Ep.8; attend to, τῇ σκαπάνῃ Alciphr.3.24; τῷ λόγῳ A.D.Pron.49.4: in full, π. τὴν γνώμην θεῷ J.AJ Prooem.3.
German (Pape)
[Seite 750] (s. ἔχω), noch dazu in die Höhe halten; gew. übertr., auf Etwas achten, hoffen, übh. seinen Geist worauf richten, theils absolut, Pol. 3, 94, 3, ἡσυχίαν ἦγε προσανέχων ἕως οὖ 4, 19, 12, theils c. accus., τὸν καιρόν, abwarten, 5, 103, 5, od. gew. τινί, wobei man θυμόν zu ergänzen pflegt, προσανέχοντες ταῖς βοηθείαις, auf die Hülfe hoffend, 1, 84, 12, u. öfter; auch τῇ ἐλπίδι, auf die Hoffnung vertrauend, 4, 60, 8; ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας, 5, 72, 2; das med. in derselben Bdtg, 30, 8, 8, scheint zweifelhaft.
Greek (Liddell-Scott)
προσανέχω: ἀνέχω προσέτι· μεταφορ., ἐπιμένω εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, ἐλπίδι, ἐλπίσι Πολύβ. 4. 60, 8., 5. 72, 2· μετὰ μετοχ., πρ. καραδοκοῦντες ὁ αὐτ. 3. 94, 3. ΙΙ. περιμένω μεθ’ ὑπομονῆς τι, βοηθείαις ὁ αὐτ. 1. 84, 12· παρακαλῶν τὴν γνώμην θεῷ προσανέχειν, ἔχειν προσηλωμένην εἰς αὐτὸν καὶ ἀναμένειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν προοιμίῳ· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πρ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 5. 103, 5· πρ. ἕως... ὁ αὐτ. 4. 19, 12. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσανέχων, προσέχων, προσκεκολλημένος· Πολύβ. (Ἀποσπ. Ἱστ. 3) “ὁ δὲ πᾶν ὑπομένειν ἐδόκει, προσανέχων ταῖς τῶν Αἰγυπτίων ἐπαρχίαις”».
French (Bailly abrégé)
élever vers ; intr. :
1 se rattacher à, se reposer sur (une espérance);
2 s’attacher à, persister à, avec part.;
3 s’appliquer à, observer avec soin, guetter (l’occasion);
4 faire attention à, avoir égard à, respecter;
Moy. προσανέχομαι se reposer sur.
Étymologie: πρός, ἀνέχω.
Greek Monolingual
Α
ἀνέχω
1. κρατώ ακόμη
2. περιμένω κάτι με υπομονή
3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον
4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι
5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας», Πολ.).
Greek Monotonic
προσανέχω: μέλ. -ανέξω, περιμένω υπομονετικά κάτι, με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσανέχω: (sc. ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать: προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. сохраняя надежды на помощь; προσανεῖχον καραδοκοῦντες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. (римляне) напряженно ждали наступления дня.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανέχω vasthouden aan, in acht nemen, met dat.: ταύτῃ τῇ διαίτῃ προσανεχέτω die levenswijze moet men in acht nemen Hp. Vict. 3.68.
Middle Liddell
fut. -ανέξω
to wait patiently for a thing, c. dat., Polyb.:—also c. acc., Polyb.
Chinese
原文音譯:pros£gw 普羅士-阿哥
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向著-帶領 相當於: (בֹּוא / לָבֹא)
字義溯源:向⋯帶領,帶到面前,引領,帶到,漸近,走近,接近;由(πρός)=向著)與(ἄγω)*=帶領)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (ἄγω) (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);徒(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 帶到⋯面前(1) 徒16:20;
2) 帶到⋯來罷(1) 路9:41;
3) 引領(1) 彼前3:18;
4) 漸近(1) 徒27:27