ἐπεῖπον: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεῖπον''': ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, [[ἐπάνω]] εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· [[ἐπεῖπον]] τοιάδε, | |lstext='''ἐπεῖπον''': ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, [[ἐπάνω]] εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· [[ἐπεῖπον]] τοιάδε, μετὰ τοὺς προλαλήσαντας [[εἶπον]] τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:55, 20 April 2021
English (LSJ)
aor. 2, inf. ἐπειπεῖν, pf. A ἐπείρηκα Plu.2.1054f: pres. ἐπιλέγω (q. v.):—say besides or afterwards, Hdt.1.123, Th.1.67, Aeschin. 2.157, etc. 2 ψόγον ἐ. τινί say it of one, A.Supp.972 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.26; σκωπτικόν τι εἴς τινα Id.Dem.Enc.33. 3 quote as apposite, τὰ ἐξ Ἰλιάδος ἐκεῖνα Ael.VH4.18; ἐ. τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός Luc.Somn.3; cf. ἐπιλέγω. 4 utter, pronounce a spell, ἐ. ἐπῳδήν Id.Philops.35. 5 make a speech at, τάφῳ Polem.Cyn.2.
German (Pape)
[Seite 911] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεῖπον: ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· ἐπεῖπον τοιάδε, μετὰ τοὺς προλαλήσαντας εἶπον τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας».
French (Bailly abrégé)
inf. ἐπειπεῖν;
1 dire en outre;
2 dire sur : ψόγον ἐπ. τινι ESCHL parler de qqn en le blâmant.
Étymologie: ἐπί, εἶπον.
Greek Monolingual
ἐπεῑπον (αόρ. β' του επιλέγω) (Α)
1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν», Ηρόδ.)
2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», Αισχύλ.)
3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», Λουκιαν.)
4. απάγγειλα.
Greek Monotonic
ἐπεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, λέω επιπλέον, μιλώ επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεῖπον: (aor. 2 к inf. ἐπειπεῖν)1) сверх того сказать, добавить Her.: ἐπεῖπον τοιάδε Thuc. (коринфяне) добавили следующее;
2) говорить о (ком-л.), возводить на (кого-л.) (ψόγον τινί Aesch.).
Middle Liddell
to say besides, Hdt., Thuc. [aor2 with no pres. in use]