ἐπιλλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλλίζω''': [[διανεύω]], [[κάμνω]] νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «[[κάμνω]] ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· [[διανεύω]] [[μετὰ]] πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν [[ὀπίσσω]] κερτομίας, «καταμωκεύουσι, [[κυρίως]] δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, [[ἐπιμύω]], [[κλείω]] ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) [[συστέλλω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ὅπως]] ἴδω [[μετὰ]] προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. [[ἰλλός]], ἐπιλώπτω, κτλ.
|lstext='''ἐπιλλίζω''': [[διανεύω]], [[κάμνω]] νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «[[κάμνω]] ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· [[διανεύω]] μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν [[ὀπίσσω]] κερτομίας, «καταμωκεύουσι, [[κυρίως]] δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, [[ἐπιμύω]], [[κλείω]] ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) [[συστέλλω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ὅπως]] ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. [[ἰλλός]], ἐπιλώπτω, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλλίζω Medium diacritics: ἐπιλλίζω Low diacritics: επιλλίζω Capitals: ΕΠΙΛΛΙΖΩ
Transliteration A: epillízō Transliteration B: epillizō Transliteration C: epillizo Beta Code: e)pilli/zw

English (LSJ)

(ἰλλός) A make signs to one by winking, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11; wink roguishly, h.Merc.387; look askance, A.R.1.486: c. dat., mock at, Id.4.389: c.acc.et dat., τινὶ κερτομίας Id.3.791. 2. blink, when drowsy, Nic.Th.163.

German (Pape)

[Seite 958] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλλίζω: διανεύω, κάμνω νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «κάμνω ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· διανεύω μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν ὀπίσσω κερτομίας, «καταμωκεύουσι, κυρίως δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, ἐπιμύω, κλείω ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) συστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅπως ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. ἰλλός, ἐπιλώπτω, κτλ.

French (Bailly abrégé)

faire signe des yeux à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός.

English (Autenrieth)

wink to, Od. 18.11†.

Greek Monolingual

ἐπιλλίζω (Α) έπιλλος
1. γνέφω, κλείνω το μάτι
2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω
3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή.

Greek Monotonic

ἐπιλλίζω: μόνο στον ενεστ., κάνω νεύμα σε κάποιον με το μάτι, ανοιγοκλείνω το μάτι, σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό νεύμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλλίζω: мигать, подмигивать (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. Ἑρμῆς HH).

Middle Liddell


to make signs to one by winking, Od.: to wink roguishly, Hhymn. only in pres.,]