νωτιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=notiaios
|Transliteration C=notiaios
|Beta Code=nwtiai=os
|Beta Code=nwtiai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spinal]], <b class="b3">ν. ἄρθρα</b> the [[spinal]] vertebrae, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>841</span> ; ν. μυελός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span> 5.18</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74a</span> ; <b class="b3">ὁ ν</b>., without [[μυελός]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span> ; ν. ἄκανθα Diog. Apoll.6. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">λεπὶς ν</b>. [[back]]-plate, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>63.46</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spinal]], <b class="b3">ν. ἄρθρα</b> the [[spinal]] vertebrae, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>841</span>; ν. μυελός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span> 5.18</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74a</span>; <b class="b3">ὁ ν</b>., without [[μυελός]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span>; ν. ἄκανθα Diog. Apoll.6. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">λεπὶς ν</b>. [[back]]-plate, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>63.46</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:25, 22 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτιαῖος Medium diacritics: νωτιαῖος Low diacritics: νωτιαίος Capitals: ΝΩΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nōtiaîos Transliteration B: nōtiaios Transliteration C: notiaios Beta Code: nwtiai=os

English (LSJ)

α, ον, A spinal, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El.841; ν. μυελός Hp.Aph. 5.18, Pl.Ti.74a; ὁ ν., without μυελός, Hp.Art.45; ν. ἄκανθα Diog. Apoll.6. 2 λεπὶς ν. back-plate, Ph.Bel.63.46.

German (Pape)

[Seite 273] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; μυελός, Rückenmark, Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

νωτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841· ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α· οὕτω καὶ ὁ νωτ., ἄνευ τοῦ μυελός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809· ν. ἄκανθα, Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du dos, dorsal.
Étymologie: νῶτος.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νωτιαῖος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῖος, -αία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» — το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα και αποτελεί συνέχεια του προμήκους μυελού)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαία άκανθα» — το σύνολο τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων
β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται μέσα στα μεσοσπονδύλια τμήματα
γ) «νωτιαία νεύρα» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό
δ) «νωτιαία φθίση» — η νωτιάδα φθίση
ε) «νωτιαία χορδή» — η νωτοχορδή
αρχ.
1. οπίσθιος
2. φρ. «νωτιαῖα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιαῖος / -αῖος (πρβλ. μετωπ-ιαίος)].

Greek Monotonic

νωτιαῖος: -α, -ον (νῶτον), αυτός που ανήκει στην πλάτη, στα νώτα ή στη ράχη· νωτιαῖα ἄρθρα, ραχιαίοι, νωτιαίοι σπόνδυλοι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νωτιαῖος: спинной (ἄρθρα Eur.; ἄκανθα Arst.; μυελός Plat., Plut.).

Middle Liddell

νωτιαῖος, η, ον νῶτον
of the back or spine, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, Eur.

English (Woodhouse)

of the back, of the backbone, of the spine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)