πλαταγώνιον: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platagonion | |Transliteration C=platagonion | ||
|Beta Code=platagw/nion | |Beta Code=platagw/nion | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[broad petal of the poppy]] or [[anemone]], so called because lovers took omens from it, laying it on the left hand, and striking it with the right, and it was a good omen if it burst [[with a loud crack]], <span class="bibl">Theoc.11.57</span>, cf. Nic.<span class="title">Fr.</span>74.43, <span class="bibl">Poll.9.127</span> ; τῷ μηκῶνος π. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.7.6</span> (vulg. [[πλαταγῶνι]]) ; cf. [[τηλέφιλον]].</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[broad petal of the poppy]] or [[anemone]], so called because lovers took omens from it, laying it on the left hand, and striking it with the right, and it was a good omen if it burst [[with a loud crack]], <span class="bibl">Theoc.11.57</span>, cf. Nic.<span class="title">Fr.</span>74.43, <span class="bibl">Poll.9.127</span>; τῷ μηκῶνος π. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.7.6</span> (vulg. [[πλαταγῶνι]]) ; cf. [[τηλέφιλον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:35, 22 May 2021
English (LSJ)
τό, A broad petal of the poppy or anemone, so called because lovers took omens from it, laying it on the left hand, and striking it with the right, and it was a good omen if it burst with a loud crack, Theoc.11.57, cf. Nic.Fr.74.43, Poll.9.127; τῷ μηκῶνος π. J.AJ3.7.6 (vulg. πλαταγῶνι) ; cf. τηλέφιλον.
German (Pape)
[Seite 626] τό, 1) das breite Blatt der Mohnblume (τῆς μήκωνος ἄπο πλαταγώνια βάλλοις, Nic. bei Ath. XV, 683 f), Klatschrose, u. Blatt der Anemone, Klatschblatt, Theocr. 11, 57, vgl. Schol.; es wurde als eine Art Liebesorakel gebraucht, indem der Liebende es hohl über den Daumen und den Zeigefinger der linken Hand legte und mit der stachen rechten daraufschlug, um aus dem hellen Geklatsch günstige Zeichen für seine Liebe zu entnehmen, s. Poll. 9, 127. Vgl. πλαταγέω u. πλατάγημα, wie τηλέφιλον. – 2) dim. von πλαταγών, kleine Kinderklapper.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτᾰγώνιον: τό, τὸ πλατὺ πέταλον τῆς μήκωνος ἢ τῆς ἀνεμώνης, οὕτω κληθὲν ἐπειδὴ οἱ ἐρῶντες ἐλάμβανον οἰωνοὺς δι’ αὐτοῦ τιθέντες αὐτὸ κατὰ τὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν λιχανὸν δάκτυλον τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς καὶ πλήττοντες διὰ τῆς δεξιᾶς· ἦτο δὲ καλὸν σημεῖον ἂν διερρήγνυτο μετὰ μεγάλου κρότου (τοῦτο ποιοῦσι καὶ νῦν τὰ παιδία χάριν παιδιᾶς), Θεόκρ. 11. 57, πρβλ. 3. 29, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 683F, Πολυδ. Θϳ, 127· τῷ μήκωνος πλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 6 (κοινῶς πλαταγῶνι)· ἴδε ἐν τηλέφιλον ΙΙ. = πλαταγή, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
claquette, pétale du pavot, du coquelicot ou de l’anémone, qu’on faisait claquer entre ses doigts pour savoir si l’on était aimé.
Étymologie: πλαταγή.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το πλατύ φύλλο της παπαρούνας ή της ανεμώνης
2. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι ερωτευμένοι, αφού έκλειναν το αριστερό τους χέρι και τοποθετούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνας το χτυπούσαν ξαφνικά με την παλάμη του δεξιού τους χεριού και από τον θόρυβο που παράγονταν μάντευαν τις διαθέσεις του αγαπημένου τους προσώπου
3. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος παιδικού αθύρματος, πλαταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα -ώνιον (πρβλ. πετρ-ώνιον; πέτρα)].
Greek Monotonic
πλᾰτᾰγώνιον: τό (πλαταγέω), οι ερωτευμένοι σχημάτιζαν έναν κύκλο με τον αντίχειρα και τον δείκτη του αριστερού χεριού και έβαζαν ένα πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνης. Χτυπούσαν με το δεξί χέρι τον κύκλο και από την ένταση του ήχου (που παραγόταν από τον αέρα λόγω πίεσης) εξαρτιόταν το πόσο πολύ τους αγαπούσε το ταίρι τους, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτᾰγώνιον: τό «трескучка», лист мака или анемоны (его клали на отверстие кулака левой руки и с размаху ударяли по нему правой ладонью, от чего он с треском разрывался, и если треск был громкий, то это считалось благоприятным признаком для влюбленного) Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαταγώνιον -ου, τό [πλαταγή] papaverblaadje.
Middle Liddell
πλᾰτᾰγώνιον, ου, τό, πλαταγέω
the broad petal of the poppy or anemone, which lovers laid on the left hand, and struck with the right; it was a good omen if it burst with a loud crack, Theocr.