εἰκαῖος: Difference between revisions
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -η Call.<i>Fr</i>.334, Nic.<i>Th</i>.394<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[insensato]], [[irreflexivo]] παρεισαγαγὼν ἐκ τῆς διακονίας ... τοὺς εἰκαιοτάτους καὶ θρασυτάτους Plb.15.25.24, op. ἀσκηταὶ σοφίας Ph.2.279<br /><b class="num">•</b>fig. ὄμμασιν εἰκαίοις ... ὁρᾷν ver con ojos desatentos</i> Gr.Thaum.<i>Eccl</i>.M.10.989B<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ εἰ. [[desidia]], [[dejadez]] οὐ πρώτως σου τὸ εἰ. μανθάνομεν no es la primera vez que comprobamos tu desidia</i>, <i>PRyl</i>.235.12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene fundamento]], [[arbitrario]], [[caprichoso]] τῷ ... τρόπῳ εἰκαῖον αὐτὸν γεγονέναι ... φατέον Plb.7.7.5, Μοίρης εἰκαῖα κριτήρια <i>ISmyrna</i> 541.13 (I d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[vulgar]] οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι τῶν ἀνδρῶν Ceb.12, τρόπος op. [[ἐκλεκτός]] Ph.2.13.<br /><b class="num">II</b> de cosas<br /><b class="num">1</b> [[corriente]], [[ordinario]], [[basto]] κριθή Call.l.c., γαίη Nic.l.c., ψάμμος I.<i>BI</i> 2.191, ξύλα Iambl.<i>Comm.Math</i>.4, τὴν εἰκαίαν πόαν ἐσιτοῦντο Luc.<i>Am</i>.33.<br /><b class="num">2</b> [[hecho con descuido]] σφίγξις Heliod. en Orib.50.9.10.<br /><b class="num">III</b> de abstr.<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[absurdo]] τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.<i>Fr</i>.308, θύειν καὶ εὔχεσθαι ... εἰκαῖον ὄν Luc.<i>IConf</i>.6<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς παραμονῆς Didym.<i>Gen</i>.243.9.<br /><b class="num">2</b> [[fortuito]], [[ocasional]], [[al azar]] εἰκαῖα καὶ ἀσύμφωνα διηγήματα I.<i>BI</i> 1.1, ἡ φύσις ... οὐκ εἴκαιόν τι la naturaleza no es algo fortuito</i> Longin.2.2, εἰ. τε καὶ [[ἀναίτιος]] κίνησις Gal.5.391<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[con ligereza]], [[descuidadamente]] κἀκείνου εἰκαιοτέρον ἀποκρινομένου S.E.<i>M</i>.1.276, ([[βᾶρις]]) εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένη Lyc.748.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de forma descuidada]] ἀμελέως τε καὶ εἰ. Diotog.76.10, cf. Vett.Val.240.22<br /><b class="num">•</b>[[al azar]], [[arbitrariamente]] χειροτονεῖν Themist.<i>Ep</i>.9.2.<br /><b class="num">2</b> [[desconsideradamente]] τὸν ἀναφέροντά τι αὐτῷ εἰ. D.L.2.128, οὐ συγχωρεῖ αὐτῷ εἰ. Procl.<i>in Cra</i>.26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 20 July 2021
English (LSJ)
α, ον, (εἰκῇ) A without aim or purpose, 1 of things, random, purposeless, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308; ὡς εἰκαῖον ὄν as being useless, Luc.JConf.6; εἰ. διήγημα J.BJProoem. 1. Adv. -ως, δοξάζειν cj. in Epicur.Ep.1p.30U., cf. Diotog. ap. Stob.4.1.96, D.L.2.128, Procl.in Cra.p.26 P.: Comp. -ότερον S.E. M.1.276: neut. pl. as Adv., Lyc.748. 2 of persons, rash, hasty, Plb.7.7.5, etc.; οἱ πολλοὶ καὶ εἰ. Cebes 12; τὸ εἰ. PRyl.235.12 (ii A. D.). 3 ordinary, casual, J.BJ2.10.2, Luc.Am.33; taken at random, ξύλα Iamb.Comm.Math.4; careless, σφίξις Heliod. ap. Orib. 50.9.10.
German (Pape)
[Seite 726] wer εἰκῇ, unüberlegt, aufs Gerathewohl handelt; Pol. neben θρασύς, 15, 25, 4; neben παράνομος, 7, 7, 5; εἰκαιότατοι καὶ χείριστοι 32, 21, 8; von Sachen, die planlos, von Ungefähr geschehen, σχολή Soph. frg. 288; σκύλματα κόμης Haec. 3 (V, 130); σοφίη Leon. Al. 3 (IX, 80); der erste beste, Luc.; vergeblich, Luc. Iup. conf. 6 u. a. Sp.; VLL. μωρόν, μάταιον. – Adv. εἰκαίως, D. L. 2, 128 u. A.; εἰκαῖα, Lycophr. 748.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαῖος: -α, -ον, ἄνευ σκοποῦ, μάταιος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, μάταιος, ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία χάρις Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχ. 6· εἰκ. διήγημα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, μάτην, εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, ματαιόφρων, κοῦφος, φαῦλος, Πολύβ. 77, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
le premier venu ; commun, vulgaire.
Étymologie: εἰκῇ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Call.Fr.334, Nic.Th.394
I de pers.
1 descuidado, insensato, irreflexivo παρεισαγαγὼν ἐκ τῆς διακονίας ... τοὺς εἰκαιοτάτους καὶ θρασυτάτους Plb.15.25.24, op. ἀσκηταὶ σοφίας Ph.2.279
•fig. ὄμμασιν εἰκαίοις ... ὁρᾷν ver con ojos desatentos Gr.Thaum.Eccl.M.10.989B
•subst. τὸ εἰ. desidia, dejadez οὐ πρώτως σου τὸ εἰ. μανθάνομεν no es la primera vez que comprobamos tu desidia, PRyl.235.12 (II d.C.)
•que no tiene fundamento, arbitrario, caprichoso τῷ ... τρόπῳ εἰκαῖον αὐτὸν γεγονέναι ... φατέον Plb.7.7.5, Μοίρης εἰκαῖα κριτήρια ISmyrna 541.13 (I d.C.).
2 vulgar οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι τῶν ἀνδρῶν Ceb.12, τρόπος op. ἐκλεκτός Ph.2.13.
II de cosas
1 corriente, ordinario, basto κριθή Call.l.c., γαίη Nic.l.c., ψάμμος I.BI 2.191, ξύλα Iambl.Comm.Math.4, τὴν εἰκαίαν πόαν ἐσιτοῦντο Luc.Am.33.
2 hecho con descuido σφίγξις Heliod. en Orib.50.9.10.
III de abstr.
1 inútil, absurdo τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308, θύειν καὶ εὔχεσθαι ... εἰκαῖον ὄν Luc.IConf.6
•neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς παραμονῆς Didym.Gen.243.9.
2 fortuito, ocasional, al azar εἰκαῖα καὶ ἀσύμφωνα διηγήματα I.BI 1.1, ἡ φύσις ... οὐκ εἴκαιόν τι la naturaleza no es algo fortuito Longin.2.2, εἰ. τε καὶ ἀναίτιος κίνησις Gal.5.391
•neutr. como adv. con ligereza, descuidadamente κἀκείνου εἰκαιοτέρον ἀποκρινομένου S.E.M.1.276, (βᾶρις) εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένη Lyc.748.
IV adv. -ως
1 de forma descuidada ἀμελέως τε καὶ εἰ. Diotog.76.10, cf. Vett.Val.240.22
•al azar, arbitrariamente χειροτονεῖν Themist.Ep.9.2.
2 desconsideradamente τὸν ἀναφέροντά τι αὐτῷ εἰ. D.L.2.128, οὐ συγχωρεῖ αὐτῷ εἰ. Procl.in Cra.26.
Greek Monolingual
εἰκαῖος, -α, -ον (Α) εικῄ
1. μάταιος, άσκοπος
2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος
3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός
4. ασήμαντος.
Greek Monotonic
εἰκαῖος: -α, -ον (εἰκῇ), τυχαίος, χωρίς σκοπό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαῖος:
1) тщетный, напрасный, бесплодный (σχολή Soph.; δόξη Plut.; σοφία Anth.);
2) безрассудный, легкомысленный (εἰ. καὶ παράνομος Polyb.).
Middle Liddell
εἰκαῖος, η, ον εἰκῆ
random, purposeless, Luc.