ἀπομαγδαλία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.<i>Eq</i>.415, Philostr.<i>VA</i> 7.23, Paus.Gr.α 134<br />[[miga de pan]] que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.<i>Eq</i>.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.<i>Lyc</i>.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[migaja]] οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.
|dgtxt=(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.<i>Eq</i>.415, Philostr.<i>VA</i> 7.23, Paus.Gr.α 134<br />[[miga de pan]] que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.<i>Eq</i>.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.<i>Lyc</i>.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[migaja]] οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:30, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαγδᾰλία Medium diacritics: ἀπομαγδαλία Low diacritics: απομαγδαλία Capitals: ΑΠΟΜΑΓΔΑΛΙΑ
Transliteration A: apomagdalía Transliteration B: apomagdalia Transliteration C: apomagdalia Beta Code: a)pomagdali/a

English (LSJ)

or ἀπομαγδαλιά, ἡ, (ἀπομάσσω) A the crumb or inside of the loaf, on which the Greeks wiped their hands at dinner, and then threw it to the dogs: hence, dog's meat, Ar.Eq.415, Alciphr.3.44, Plu.Lyc.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαγδᾰλία: ἢ -ιά, ἡ, (ἀπομάσσω), τὸ ἐν τῷ ἄρτῳ μαλακὸν μέρος, ὅπερ οἱ ἀρχαῖοι μετεχειρίζοντο πρὸς ἀπόμαξιν τῶν χειρῶν αὐτῶν μετὰ τὸ δεῖπνον, «ἀπομαγδαλία... ψωμὸς εἰς ὃν ἐκμασσόμενοι τὰς χείρας μετὰ τὸ δεῖπνον ἐρρίπτουν τοῖς κυσὶν» Α. Β. 431. 28· ἀπομαγδαλίας σιτούμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 415, Ἀλκίφρ. 3. 44, Πλουτ. Λυκοῦργ. 12. Παρ’ Εὐστ. 1857. 11, ἀπομαγδαλίς, ίδος, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀπομαγδαλιά.

Spanish (DGE)

(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.Eq.415, Philostr.VA 7.23, Paus.Gr.α 134
miga de pan que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.Eq.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.Lyc.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.
fig. migaja οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.

Greek Monotonic

ἀπομαγδᾰλία: ή -ιά, ἡ (ἀπομάσσω), ψίχα ή εσωτερικό μέρος από καρβέλι ψωμί, πάνω στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες σφούγγιζαν τα χέρια τους κατά τη διάρκεια του δείπνου και κατόπιν το πετούσαν ως τροφή στα σκυλιά· το φαγητό του σκύλου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαγδᾰλία: и ἀπο-μαγδαλιά ἡ хлебный мякиш (для вытирания рук после обеда) Arph., Plut.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
the crumb or inside of the loaf, on which the Greeks wiped their hands at dinner, and then threw it to the dogs, dog's meat, Ar.