προσβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]], [[βιάζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] βία («[[ὅταν]] τις προσβιάζηται [[πλεονάκις]] χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν [[μέρος]] οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευκολύνω]] τοκετό μεταχειριζόμενος [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ισχυρίζομαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσβιάζομαι]] ταῡτα» — [[υπερβαίνω]] τα όρια, το [[παρακάνω]]<br />β) «[[προσβιάζομαι]] τόπῳ» — [[κυριεύω]] μια [[θέση]] διά της βίας ή με έφοδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βιάζομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]], [[βιάζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] βία («[[ὅταν]] τις προσβιάζηται [[πλεονάκις]] χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν [[μέρος]] οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευκολύνω]] τοκετό μεταχειριζόμενος [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ισχυρίζομαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσβιάζομαι]] ταῦτα» — [[υπερβαίνω]] τα όρια, το [[παρακάνω]]<br />β) «[[προσβιάζομαι]] τόπῳ» — [[κυριεύω]] μια [[θέση]] διά της βίας ή με έφοδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βιάζομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβῐάζομαι Medium diacritics: προσβιάζομαι Low diacritics: προσβιάζομαι Capitals: ΠΡΟΣΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosbiázomai Transliteration B: prosbiazomai Transliteration C: prosviazomai Beta Code: prosbia/zomai

English (LSJ)

A compel, constrain, τινα Ar.Pl.16, Pl.Ep.331b; π. ταῦτα push too far, Id.Cra.410a: abs., use force, Arist.GA726b8; τῇ συνουσίᾳ Sor.1.24 (Pass.). II π. τόποις προσάντεσι force or storm heights, D.S.20.39: aor. Pass. προσβιασθῆναι, to be forced or hard pressed, Th.1.106. III assist parturition by straining, Sor.1.70. IV contend in addition, A.D.Synt.258.6.

German (Pape)

[Seite 753] 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐθέλοντά γε προσβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προσβιασθέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.

Greek (Liddell-Scott)

προσβιάζομαι: ἀποθετ., ἀναγκάζω, «βιάζω», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. ταῦτα, τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου κυριεύω θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.

French (Bailly abrégé)

faire violence à, violenter, acc. ; Pass. (part. ao. προσβιασθείς) être contraint par la violence.
Étymologie: πρός, βιάζομαι.

Greek Monolingual

Α
1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον
2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.)
3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.)
4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη
5. ισχυρίζομαι επί πλέον
6. φρ. α) «προσβιάζομαι ταῦτα» — υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
β) «προσβιάζομαι τόπῳ» — κυριεύω μια θέση διά της βίας ή με έφοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βιάζομαι (< βία)].

Greek Monotonic

προσβιάζομαι: μέλ. -άσομαι,
I. αποθ., αναγκάζω, βιάζω, τινα, σε Αριστοφ.
II. αόρ. αʹ προσβιασθῆναι, με Παθ. σημασία, αναγκάζομαι ή πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσβιάζομαι:
1) принуждать, вынуждать (τινα Arph., Plat.): οὐ τοίνυν δεῖ ταῦτα π. Plat. не следует, однако, толковать этого с натяжкой;
2) теснить: μέρος προσβιασθέν Thuc. оттесненная (неприятелем) часть;
3) применять силу, идти приступом (τόπῳ τινί Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βιάζομαι, alleen med. geweld toepassen, dwingen.

Middle Liddell

fut. άσομαι
I. Dep. to compel, constrain, τινα Ar.
II. aor1 προσβιασθῆναι, in pass. sense, to be forced or hard pressed, Thuc.